Προκρίνοντας δεσμευτικούς στόχους για την αποκατάσταση της Φύσης για όλα τα Κράτη-Μέλη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε μια νέα νομοθετική πρόταση που μπορεί να ξαναφέρει πίσω τον χαμένο πλούτο της βιοποικιλότητας στην Ευρώπη.
Έπειτα από πολλούς μήνες καθυστερήσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τη νομοθετική πρότασή της για την Αποκατάσταση της Φύσης (Nature Restoration Law), που είχε πρώτη φορά ανακοινωθεί κατά την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία το 2020. Η πρόταση της Επιτροπής αποτελεί σημαντικό ορόσημο καθώς μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει κανένας άλλος νόμος που να ορίζει νομικά τόσο δεσμευτικούς στόχους για τη Φύση. Η νομοθεσία για την Αποκατάσταση της Φύσης είναι η πρώτη σημαντική νομοθεσία της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα από το 1992, όταν κυρώθηκε η Οδηγία για τους Οικοτόπους.
Παρόλο που η πρόταση της Επιτροπής έχει και αδυναμίες, η BirdLife Ευρώπης και οι απανταχού Οργανώσεις-μέλη της, ζητούν την άμεση υιοθέτηση και εφαρμογή της, μιας και συνιστά μια ουσιαστική στους στόχους της απόπειρα να αντιστραφεί η αναπόφευκτη απώλεια της βιοποικιλότητας αλλά και η κλιματική αλλαγή, προς τις οποίες οδεύουμε. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρώπης πρέπει λοιπόν να υιοθετήσουν στο σύνολό τους τα πολύ θετικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην πρόταση αλλά και να διορθώσουν τις όποιες αδυναμίες έχει αυτή, χωρίς καμία καθυστέρηση.
Στο κείμενο της πρότασης περιλαμβάνονται ορισμένα δυνατά σημεία, όπως είναι οι χρονικά δεσμευτικές υποχρεώσεις των κρατών-μελών για την αποκατάσταση βιοτόπων, μεταξύ των οποίων χερσαία, παράκτια και θαλάσσια οικοσυστήματα. Αυτές οι υποχρεώσεις δύνανται να επιφέρουν σημαντικές βελτιώσεις στην κατάσταση της Φύσης σε μεγάλη κλίμακα. Ωστόσο, ειδικά σε ό,τι αφορά την αποκατάσταση ποταμών και πλημμυρικών πεδίων, η νομοθεσία οφείλει να συμπεριλάβει ποσοτικούς και χρονικά δεσμευτικούς στόχους προκειμένου να αρθούν τα εμπόδια. Πιο συγκεκριμένα, είναι σημαντικό να ζητηθεί από τα κράτη μέλη να μεριμνήσουν ώστε, έως το 2030, να έχει αποκατασταθεί η ανεμπόδιστη ροή στο 15% του συνολικού μήκους των ποταμών (178.000 χλμ).
Ο στόχος της πρότασης για αποκατάσταση των χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών της ΕΕ κατά 20% έως το 2030, μπορεί εκ πρώτης να ακούγεται φιλόδοξος, ωστόσο παραμένει εκτεθειμένος σε… νομικά κενά. Για παράδειγμα, ορισμένα αγρο-περιβαλλοντικά μέτρα ή οριακές βελτιώσεις στη διαχείριση των δασών, δεν θα πρέπει να θεωρείται πως συνεισφέρουν στην αποκατάσταση των οικοσυστημάτων. Επίσης, οι στόχοι για την αποκατάσταση θαλάσσιων περιοχών κινδυνεύει να καταλήξει μη εφαρμόσιμη και κενή στην πράξη εάν δεν ξεπεραστεί το αδιέξοδο που δημιουργεί το γεγονός πως η διαδικασία διαχείρισης των καταστρεπτικών συνεπειών της υπεράκτιας αλιείας, στο πλαίσιο της Κοινής Πολιτικής για την Αλιεία, παραμένει ανενεργή.
Απαιτούνται λοιπόν έξυπνοι και αποτελεσματικοί στόχοι που να πιέζουν τα Κράτη-Μέλη να προχωρήσουν στην αποκατάσταση χερσαίων και θαλάσσιων ευάλωτων ειδών και ενδιαιτημάτων που έχουν εξαντληθεί από τη γεωργική, την υλοτομική και την αλιευτική εκμετάλλευση. Επιπλέον, για να επιτευχθεί μια πραγματική αλλαγή, θα απαιτηθούν και συγκεκριμένοι στόχοι για τη βελτίωση των πληθυσμών των αγροτικών ειδών πουλιών, καθώς και των πεταλούδων και των άλλων επικονιαστών (π.χ. μέλισσες). Τέτοια είδη βρίσκονται υπό εξαιρετικά μεγάλη πίεση από δραστηριότητες του πρωτογενούς τομέα. Και, βεβαίως θα πρέπει να εξασφαλιστούν και οι αναγκαίες εγγυήσεις που θα διασφαλίζουν, σε βάθος χρόνου, τα αποτελέσματα της αποκατάστασης της Φύσης.
«Οι περισσότερες ανθρωπογενείς δραστηριότητες έχουν καταστροφικό αντίκτυπο για τη Φύση και το κλίμα ενώ παραμένουν εξαιρετικά μη βιώσιμες. Μια πολύ χειροπιαστή απόδειξη αυτής της κατάστασης αποτελεί το γεγονός ότι άλλοτε κοινά είδη πουλιών γίνονται ολοένα και πιο σπάνια – στην ουσία εξαφανίζονται από τους ήδη υπερ-εξαντλημένους βιοτόπους μας. Σε συνδυασμό με τα μέτρα που θα παρθούν για την αυστηρή εφαρμογή της, η νομοθεσία αυτή μπορεί να φέρει πίσω τον πλούτο της βιοποικιλότητας που είχε κάποτε η Ευρώπη», τονίζει ο Υπεύθυνος Πολιτικής της ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗΣ, Μαρτίνος Γκαίτλιχ.