Μια ιστορική ευκαιρία για τον μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής αλιείας κινδυνεύει να χαθεί εάν τα κράτη μέλη δεν αναλάβουν τις ευθύνες τους, ενώ ο χρόνος για τα θαλάσσια οικοσυστήματα τελειώνει.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε επιτέλους πρόσφατα το πολυαναμενόμενο Σχέδιο Δράσης για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της αλιείας στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Το Σχέδιο Δράσης, το οποίο αρχικά επρόκειτο να δημοσιευθεί το 2021, αλλά καθυστέρησε εξαιτίας πιέσεων από το αλιευτικό λόμπι, θα μπορούσε να αποτελέσει μια ιστορική ευκαιρία για τον μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής αλιείας, διασφαλίζοντας ένα βιώσιμο μέλλον τόσο για τη φύση, όσο και τον άνθρωπο. Ωστόσο, παρόλο που το Σχέδιο Δράσης αποτελεί μέρος της στρατηγικής της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα μέχρι το 2030, στην παρούσα μορφή του αδυνατεί δυστυχώς να προστατεύσει τη φύση και να αναστρέψει την υποβάθμιση των θαλάσσιων και νησιωτικών οικοσυστημάτων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού είναι το ζήτημα της τυχαίας παγίδευσης θαλάσσιων ειδών στα αλιευτικά εργαλεία. Κάθε χρόνο, χιλιάδες θαλασσοπούλια, δελφίνια, θαλάσσιες χελώνες και άλλοι οργανισμοί χάνουν τη ζωή τους στις ευρωπαϊκές θάλασσες καθώς παγιδεύονται ακούσια σε παραγάδια, δίχτυα και άλλα εργαλεία. Και παρόλο που υπάρχουν διαθέσιμες λύσεις για την αποφυγή της τυχαίας παγίδευσης, τα Κράτη Μέλη της Ευρώπης έχουν αποτύχει σε μεγάλο βαθμό στις υποχρεώσεις τους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, ενώ μέχρι σήμερα η ΕΕ δεν έχει λάβει, ως όφειλε, νομικά μέτρα για την αντιμετώπιση αυτού του κρίσιμου ζητήματος.
Μεγάλο μέρος του Σχεδίου Δράσης αναμασά ισχύουσες υποχρεώσεις και εστιάζει στην εφαρμογή της υπάρχουσας νομοθεσίας από τα Κράτη Μέλη (όπως η Οδηγία Πλαίσιο για τη Θαλάσσια Στρατηγική) χωρίς να αντιμετωπίζει ουσιαστικά τα διαπιστωμένα πλέον προβλήματα, όπως ακριβώς είχε γίνει κατά το παρελθόν με το προηγούμενο Σχέδιο Δράσης το 2012. Η αποτυχία του προηγούμενου Σχεδίου Δράσης έχει ήδη αποδείξει περίτρανα ότι χωρίς την ενδεδειγμένη επιβολή της νομοθεσίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν λαμβάνονται μέτρα σε εθνικό επίπεδο, ως εκ τούτου είναι δώρο άδωρον το νέο Σχέδιο Δράσης να επαφίεται στις «καλές προθέσεις» της κάθε χώρας.
Τα Κράτη Μέλη έχουν προθεσμία μέχρι τον Μάρτιο του 2024 προκειμένου να καταρτίσουν εθνικούς οδικούς χάρτες για την εφαρμογή του Σχεδίου Δράσης. Για να μην γίνει όμως το νέο Σχέδιο Δράσης ακόμη ένα «Σχέδιο Αδράνειας», τα Κράτη Μέλη πρέπει να δεσμευτούν για την ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή του και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δημοσιεύσει επιστημονικά τεκμηριωμένη αξιολόγηση αυτών των οδικών χαρτών. Επιπλέον, η Επιτροπή πρέπει να απαιτήσει από τα Κράτη Μέλη να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τυχόν αδυναμίες που θα εντοπιστούν, καθώς και να παρακολουθεί στενά και να διασφαλίσει την έγκαιρη εφαρμογή των οδικών αυτών χαρτών.
Η Δανάη Πορτόλου, Υπεύθυνη Προγραμμάτων Διατήρησης στον θαλάσσιο χώρο της Ελληνικής ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗΣ Εταιρείας, δήλωσε: «Οι ελληνικές θάλασσες φιλοξενούν έξι είδη θαλασσοπουλιών εκ των οποίων τα δύο, ο Αιγαιόγλαρος και ο Μύχος, ενδημικά της Μεσογείου, είναι παγκοσμίως απειλούμενα. Μία από τις σημαντικότερες απειλές που αντιμετωπίζουν είναι η τυχαία παγίδευση σε δίχτυα, παραγάδια και άλλα αλιευτικά εργαλεία. Η ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ, έχοντας αδιάλειπτη δράση για την προστασία των θαλασσοπουλιών στις ελληνικές θάλασσες για πάνω από δύο δεκαετίες, μέσω στοχευμένων δράσεων και συνεργειών, εργάζεται για τον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων της αλιείας στα είδη αυτά, προς όφελος τόσο των ίδιων όσο και των αλιέων. Περιμένουμε το εν λόγω Σχέδιο Δράσης να αποτελέσει σύμμαχο και αρωγό στην προσπάθεια αυτή και να μην είναι ακόμα μια προσχηματική νομοθεσία που η εφαρμογή της θα παραμείνει στα χαρτιά. Ο χρόνος δεν είναι με το μέρος της θαλάσσιας ζωής και το νέο αυτό Σχέδιο Δράσης δεν θα φέρει αποτελέσματα αν δεν συνοδευτεί από νομική δράση ώστε να λογοδοτούν τα Κράτη Μέλη για τη μη επιτυχή εφαρμογή του».
Στην Ευρώπη, εκτιμάται ότι πάνω από 200.000 θαλασσοπούλια πεθαίνουν κάθε χρόνο εξαιτίας τυχαίας παγίδευσης σε δίχτυα, παραγάδια και άλλα εργαλεία. Γι’ αυτό η παγκόσμια ομοσπονδία ορνιθολογικών οργανώσεων BirdLife International και οι εταίροι της δουλεύουν μαζί εδώ και δεκαετίες για να βρεθούν απλές και λειτουργικές τεχνικές λύσεις που να μειώνουν αυτή την απειλή. Σε αυτό το πλαίσιο, από το 2021, η Ελληνική ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ Εταιρεία, μαζί με εταίρους της BirdLife International στη Μεσόγειο και τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ), υλοποιούν το Πρόγραμμα LIFE PanPuffinus για τη διατήρηση του Μύχου της Μεσογείου και των Βαλεαρίδων, δύο απειλούμενων πελαγικών θαλασσοπουλιών που επηρεάζονται σημαντικά από την τυχαία παγίδευση.
Οι δράσεις του Προγράμματος εστιάζουν στη συνεργασία με τους παράκτιους αλιείς για τον εντοπισμό των περιοχών όπου καταγράφονται περιστατικά τυχαίας παγίδευσης, την εύρεση των αλιευτικών εργαλείων που σχετίζονται με το πρόβλημα και φυσικά στη ανάπτυξη πρακτικών λύσεων προς όφελος των παράκτιων ψαράδων αλλά και των θαλασσοπουλιών.
Στο Πρόγραμμα LIFE PanPuffinus «Βελτίωση της κατάστασης διατήρησης των ενδημικών ειδών Μύχου της Μεσογείου και των Βαλεαρίδων, διασφαλίζοντας ασφαλείς τόπους στη στεριά και τη θάλασσα» (LIFE19 NAT/MT/000982) ενώνουν τις δυνάμεις τους επτά φορείς από πέντε χώρες (Ελλάδα, Μάλτα, Ισπανία, Γαλλία, Πορτογαλία), με σκοπό τη βελτίωση της κατάστασης διατήρησης του Μύχου της Μεσογείου (Puffinus yelkouan) και του Μύχου των Βαλεαρίδων (Puffinus mauretanicus) στη Μεσόγειο και τις Ατλαντικές ακτές της Πορτογαλίας, μέσω της εφαρμογής στοχευμένων δράσεων διατήρησης σε 29 περιοχές του δικτύου Natura 2000.
Το Πρόγραμμα συντονίζεται από την Ορνιθολογική Εταιρεία της Μάλτας (BirdLIfe Malta) και υλοποιείται από την Ελληνική ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ Εταιρεία (BirdLife Ελλάδας), το Τμήμα Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας του Υπουργείου Περιβάλλοντος Μάλτας, τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ), την Ισπανική Ορνιθολογική Εταιρεία (SEO - BirdLife Ισπανίας), την Πορτογαλική Ορνιθολογική Εταιρεία (SPEA – BirdLife Πορτογαλίας) και τη Γαλλική Ορνιθολογική Εταιρεία (LPO - BirdLife Γαλλίας). Υλοποιείται κατά την περίοδο 2021-2025 με τη συνεισφορά του χρηματοδοτικού μέσου LIFE της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη συγχρηματοδότηση του Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη.