Ο Ερημοσφυριχτής είναι ένα μεσαίου μεγέθους παρυδάτιο πουλί που φωλιάζει σε στεππικές και ημιστεππικές εκτάσεις, από τα υψίπεδα της ανατολικής Τουρκίας μέχρι την κεντρική Ασία. Αμέσως μετά την αναπαραγωγή μεταναστεύει σε μεγάλες αποστάσεις και ξεχειμωνιάζει κυρίως στις ακτές της ανατολικής Αφρικής, του Ινδικού Ωκεανού και της Αυστραλασίας. Λίγα δε άτομα ξεχειμωνιάζουν στην ανατολική Μεσόγειο. Ο παγκόσμιος πληθυσμός του είναι δύσκολο να εκτιμηθεί λόγω της τεράστιας και ακανόνιστης γεωγραφικής κατανομής του. Υπολογίζεται σε 180.000-360.000 άτομα (κατηγορία Least Concern στην IUCN Red List)1.
Νεαρό άτομο, Νάξος, Αύγουστος 2006 (Χρήστος Βλάχος)
|
Έπρεπε ωστόσο να περάσουν 54 ολόκληρα χρόνια για να καταγραφεί και πάλι το είδος στην Ελλάδα. Στα τέλη του καλοκαιριού του 1954, ο Αμερικανός ορνιθολόγος George Elder Watson επισκέφτηκε τους υγροτόπους του Μεσολογγίου. Εκεί το διήμερο 30 και 31 Αυγούστου παρατήρησε 2 άτομα του είδους. Λίγες μέρες αργότερα, στις 16 Σεπτεμβρίου, βρέθηκε στην ίδια σχεδόν περιοχή με τον Merlin, στην Αγία Τριάδα Φθιώτιδας, ένα χωριό κοντά στις εκβολές του Σπερχειού ποταμού, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη Λαμία. Τότε εντόπισε ένα μικρό σμήνος από 6 Ερημοσφυριχτές και συνέλεξε 1 ενήλικο αρσενικό άτομο. Μετά από εξέταση, το καταχώρησε σαν Charadrius leschenaultii columbinus, το υποείδος που απαντάται και στην Ελλάδα4. Το δείγμα βρίσκεται σήμερα στο Yale Peabody Museum (αριθμός 32524) και το σμήνος των 6 ατόμων παραμένει το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί ποτέ στη χώρα μας. Ακολουθούν 2 καταγραφές 5 ατόμων, το 1990 στον Αποσελέμη της Κρήτης και το 2009 στην Κλείσοβα του Μεσολογγίου.
Αρσενικό άτομο, Κρήτη, Μάρτιος 2008 (Colin Turvey)
Οι επόμενες 2 καταγραφές έγιναν στο νησί της Κω, στα Δωδεκάνησα, τον Απρίλιο του 1966 και τον Σεπτέμβριο του 1967, από τους H.Pieper και R.Koch αντίστοιχα, χωρίς όμως να δίνονται περισσότερα στοιχεία για τον αριθμό των ατόμων, τις τοποθεσίες και τις ημερομηνίες των παρατηρήσεων5. Κατοπινά προστέθηκαν άλλες 6 καταγραφές, όλες από την δυτική Ελλάδα: 5 στην Αλυκή Αιγίου και 1 στο Μεσολόγγι, το χρονικό διάστημα 1989-1994. Όλες μαζί αυτές -11 συνολικά- αναγράφονται στο βιβλίο «The Birds of Greece»6.
Τα επόμενα χρόνια η αύξηση (έστω και μικρή) των παρατηρητών πουλιών, η ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών (με έμφαση στην ευρύτερη διάδοση του διαδικτύου) και ειδικά η ίδρυση της Επιτροπής Αξιολόγησης Ορνιθολογικών Παρατηρήσεων (το 2004) συνετέλεσαν στην συλλογή, αξιολόγηση και τελικά έγκριση άλλων 39 καταγραφών του είδους στην Ελλάδα, φτάνοντας στον αριθμό των 50 επιβεβαιωμένων παρατηρήσεων7. Ως εκ τούτου, το είδος δεν θεωρείται πλέον σπάνιο για την Ελλάδα και δεν θα περιλαμβάνεται στον Κατάλογο των Σπάνιων Πουλιών της Ελλάδας (https://rarities.ornithologiki.gr/gr/eaop/rare_bird_list.htm).
Αναλυτικά οι καταγραφές αυτές είναι: