Η απώλεια της βιοποικιλότητας και η κλιματική αλλαγή είναι δύο τόσο αλληλένδετες παγκόσμιες περιβαλλοντικές κρίσεις, που δεν γίνεται να αντιμετωπιστούν ξεχωριστά. Η καλή κατάσταση των οικοσυστημάτων θα είναι αυξανόμενα ένα πολύτιμο εργαλείο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Την ίδια στιγμή, οι ρυθμοί παραγωγής και κατανάλωσής μας, στερούν από τα οικοσυστήματα την δύναμη να αντέξουν την κλιματική αλλαγή και να συνεχίσουν να παρέχουν τις υπηρεσίες που απολαμβάνουμε από αυτά. Όσο περισσότερο κατανοούμε τον τρόπο με τον οποίο η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την φύση, γίνεται ξεκάθαρο ότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις δύο αυτές παγκόσμιες περιβαλλοντικές κρίσεις ξεχωριστά.
- Πιέζει την κυβέρνηση, τις τοπικές αρμόδιες υπηρεσίες και τους επενδυτές για την εγκατάσταση Αιολικών Σταθμών Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΣΠΗΕ) που δεν θα προκαλούν επιπτώσεις στα πουλιά και τη βιοποικιλότητα
- Ζητά την ορθή χωροθέτηση των ΑΣΠΗΕ στο χερσαίο και το θαλάσσιο περιβάλλον. Η προσέγγισή μας συνοψίζεται στις προτάσεις μας για έναν αποτελεσματικό εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό, ο οποίος σήμερα απουσιάζει. Κύρια εργαλεία ενός τέτοιου σχεδιασμού είναι η θεσμοθέτηση ζωνών αποκλεισμού, οι σωστές διαδικασίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης και η λήψη αντισταθμιστικών μέτρων
- Αντιτίθεται σε έργα που θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα πουλιά και τη βιοποικιλότητα και εφόσον δεν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις
- Συνεργάζεται στενά με άλλες Ευρωπαϊκές ορνιθολογικές οργανώσεις μέσω της BirdLife International για τον σχεδιασμό και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων των αιολικών πάρκων στα πουλιά σε Ευρωπαϊκό επίπεδο
- Οι θέσεις της ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗΣ
- Οι θέσεις της BirdLife
- Επιπτώσεις ΑΣΠΗΕ στα πουλιά
- Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο ΑΠΕ: Θέσεις & σχόλια
- Συμπληρωματικά αρχεία
- Εκδόσεις
Το κείμενο που ακολουθεί περιλαμβάνει συνοπτικά την τοποθέτηση της Ελληνικής ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗΣ Εταιρείας πάνω στο ζήτημα της αιολικής ενέργειας και των πρακτικών εκμετάλλευσής της σε σχέση με τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος και πιο συγκεκριμένα σε σχέση με τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και ειδικότερα των πουλιών.
Στις υπόλοιπες σελίδες (ΥΠΟΜΝΗΜΑ) παρουσιάζονται, κατά το δυνατόν περιεκτικά, οι σημαντικότερες πληροφορίες αλλά και τα επιχειρήματα που οδηγούν σ' αυτή την τοποθέτηση. Επίσης, παρουσιάζονται και τεκμηριώνονται συγκεκριμένες προτάσεις η εφαρμογή των οποίων, οδηγεί σε μία ασφαλέστερη για το φυσικό περιβάλλον και ειδικότερα για τα πουλιά εκμετάλλευση της αιολικής ενέργειας.
Η ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ, ασπαζόμενη τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, υποστηρίζει τις πρακτικές που οδηγούν σε αναβάθμιση της ποιότητας του περιβάλλοντος και της ζωής. Η χρήση της αιολικής ενέργειας ανήκει σε αυτές τις πρακτικές και η συμβολή της στην κάλυψη των ολοένα και μεγαλύτερων ενεργειακών αναγκών αναμένεται να είναι σημαντική.
Το γεγονός όμως ότι οι μέχρι τώρα πρακτικές εκμετάλλευσης της αιολικής ενέργειας (Αιολικοί Σταθμοί Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας - ΑΣΠΗΕ) έχουν να παρουσιάζουν και αξιόλογες αρνητικές επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον (στο τοπίο, στην άγρια ζωή και ειδικότερα στα πουλιά) θα πρέπει να προβληματίσει σοβαρά κάθε φορέα που σχετίζεται με τα ζητήματα αυτά και να τον ενεργοποιήσει προς μία υπεύθυνη αναζήτηση άμεσων και μακροπρόθεσμων μέτρων που απαλείφουν ή έστω μειώνουν σε αποδεκτά επίπεδα αυτές τις επιπτώσεις.
Επειδή οι σχετιζόμενοι με το θέμα φορείς είναι πολλοί και κατανέμονται σε ένα πολυ-επίπεδο και ευρύ πολιτειακό φάσμα (πολιτικό, διοικητικό, επιστημονικό, μελετητικό, εφαρμοστικό κλπ), θα πρέπει να υπάρχει ένας σχεδιασμός που θα οδηγεί στην ασφαλέστερη για το φυσικό περιβάλλον εκμετάλλευση της αιολικής ενέργειας.
Ο εν λόγω σχεδιασμός θα πρέπει να αφορά βασικά :- στη Χωροταξία
- στη Λεπτομερή Σχεδίαση κάθε εγκατάστασης
- στην Παρακολούθηση (Monitoring) της άγριας ζωής
Επί αυτών των βασικών παραμέτρων και ύστερα από τη σχετική τεκμηρίωση που παρουσιάζεται στο ΥΠΟΜΝΗΜΑ, η ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ προτείνει :
- Nα εξαιρεθούν από την χωροθέτηση Αιολικών Σταθμών οι ΖΕΠ που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί, αλλά και αυτές που η Ελλάδα οφείλει να ακόμη θεσμοθετήσει για την πλήρη εναρμόνιση της οδηγίας 79/409EEC.
Επίσης θα πρέπει να θεσπιστούν ειδικές προδιαγραφές για τις Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για περιοχές που ενώ είναι σημαντικές από άποψη ορνιθοπανίδας, δεν έχουν για διαφόρους λόγους χαρακτηριστεί. Τέτοιες περιοχές είναι οι Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά που δεν επικαλύπτονται πλήρως από τις αντίστοιχες ΖΕΠ αλλά και περιοχές που βρίσκονται στην πορεία των μεταναστευτικών διαδρόμων.
Η ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ, ως περιβαλλοντική ΜΚΟ, υποστηρίζει ότι το ιδανικό είναι να μην εγκατασταθούν ΑΣΠΗΕ σε καμία περιοχή του δικτύου Natura 2000 έτσι ώστε να διαφυλαχτεί ο χαρακτήρας τους ως περιοχές διατήρησης της φύσης.
- Όποτε προκύπτει κάποια αποδεκτή από χωροταξική άποψη θέση εγκατάστασης ΑΣΠΗΕ, στη συνέχεια, η λεπτομερής σχεδίαση του (πλήθος, τύπος, ακριβής θέση-διάταξη των ανεμογεννητριών και των λοιπών υποδομών τους όπως μετεωρολογικοί πύργοι κτιριακές εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεις μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, υποδομές προσβάσεων κλπ) θα πρέπει να υπόκειται σε τροποποιήσεις (π.χ. ενδεχόμενη μείωση αριθμού ανεμογεννητριών ή ενδεχόμενη μετατόπιση της ακριβούς θέσης τους κλπ) με βάση τα πορίσματα ειδικής οικολογικής - ορνιθολογικής έρευνας.
Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει ένα προκαταρκτικό στάδιο σχεδίασης που θα καταλήγει σε μία σχεδίαση (προς υποβολή στις αρμόδιες αρχές στα πλαίσια της σχετικής ΜΠΕ) η οποία θα συνοδεύεται με μία οικολογική και ειδικότερα ορνιθολογική γνωμάτευση - έκθεση, πλήρως αιτιολογημένη και βασισμένη σε επιτόπια παρακολούθηση της άγριας ζωής και ειδικότερα της ορνιθοπανίδας.
- Μετά την αδειοδότηση, εγκατάσταση, κατασκευή και έναρξη λειτουργίας ενός τέτοιου ΑΣΠΗΕ, θα πρέπει να ακολουθεί τουλάχιστον διετής παρακολούθηση (monitoring) της άγριας ζωής και ειδικότερα των πουλιών προκειμένου, εφ όσον εντοπιστούν αρνητικές επιπτώσεις, να αναζητηθούν και περιγραφούν κατάλληλα μέτρα αντιμετώπισής τους.
Τα παραπάνω αναπτύσσονται στο Υπόμνημα που ακολουθεί. Η ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ θεωρεί ότι η εφαρμογή των προτάσεών της εξασφαλίζει την εκμετάλλευση αυτής της ήπιας μορφής ενέργειας μέσα σε αποδεκτά επίπεδα επιπτώσεων στο φυσικό περιβάλλον.
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
A. Εισαγωγή
Οι κλιματικές αλλαγές θεωρούνται ως η πιο σημαντική απειλή για την ανθρωπότητα και την παγκόσμια βιοποικιλότητα. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας παίζουν σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση τους μειώνοντας τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου ενώ ταυτόχρονα συμβάλουν στην απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Η αιολική ενέργεια είναι από τις πλέον ανεπτυγμένες ανανεώσιμες πηγές και με συνεχώς αυξανόμενη συνεισφορά στην παραγωγή ενέργειας. Παρ' όλα αυτά η παραγωγή ενέργειας, ακόμη και όταν προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές, όπως η αιολική, δημιουργεί και ζημιογόνες επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον.
Με βάση την οδηγία 2001/77 της ΕΕ και τις δεσμεύσεις του πρωτοκόλλου του Κυότο, μέχρι το 2010 το 20.1% του συνόλου της παραγωγής ενέργειας στην Ελλάδα οφείλει να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές. Το 50% του παραπάνω ποσοστού αναμένεται να προέλθει από την εκμετάλλευση της αιολικής ενέργειας. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον για την εκμετάλλευση του αιολικού δυναμικού.
Τα αιολικά πάρκα τοποθετούνται σε περιοχές που διασφαλίζουν μεγάλη ταχύτητα ανέμου για μεγιστοποίηση την ενεργειακής απόδοσης. Αυτές οι περιοχές σε ορισμένες περιπτώσεις περιλαμβάνουν κάποια από τα σημαντικότερα και πιο ευαίσθητα οικοσυστήματα. Υπάρχει λοιπόν ανάγκη να διασφαλιστεί ότι πιθανά επιζήμια αποτελέσματα θα πρέπει αποφεύγονται και αν αυτό δεν είναι δυνατόν να ελαχιστοποιούνται.
Επιπλέον, η δημιουργία αιολικών πάρκων προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, και τη δημιουργία συνοδευτικών έργων όπως διανοίξεις δρόμων και πολλά χιλιόμετρα καλωδιώσεων. Τα συνοδευτικά αυτά έργα, είναι πιθανό σε μερικές περιπτώσεις να έχουν μεγαλύτερες επιπτώσεις σε ευαίσθητα οικοσυστήματα από ότι αυτές καθαυτές οι συστοιχίες ανεμογεννητριών.
Η ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ υποστηρίζει την ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας με την προϋπόθεση ότι οι αναπτυξιακές προτάσεις λαμβάνουν υπόψη τα ανάλογα μέτρα για την προστασία της άγριας ζωής. Η δημιουργία των αιολικών πάρκων οφείλει να ισορροπεί με τους στόχους που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για την αναστροφή της μείωσης της βιοποικιλότητας μέχρι το 2010. Η Ελλάδα διαθέτει αξιόλογη βιοποικιλότητα και οφείλει να την διατηρήσει σαν στοιχείο της εθνικής και παγκόσμιας φυσικής κληρονομιάς.
Σύμφωνα με τα Διεθνή κριτήρια αξιολόγησης της BirdLife International, η Ελλάδα διαθέτει 208 Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά.(ΣΠΠΕ) Σε αυτές περιλαμβάνονται οι υγρότοποι Ramsar και οι Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ), της εναρμονισμένης με το εθνικό δίκαιο, οδηγίας 79/409EEC. Οι περιοχές αυτές αποτελούν τόπους αναπαραγωγής και διαχείμασης μεταξύ άλλων και παγκοσμίως απειλούμενων ειδών πουλιών (75 από τις 208 ΣΠΠΕ φιλοξενούν παγκοσμίως απειλούμενα είδη).
Ταυτόχρονα, αρκετές από τις περιοχές αυτές αποτελούν ενδιάμεσους σταθμούς στην πορεία των μεταναστευτικών πουλιών από την βορειοανατολική Ευρώπη προς την Αφρική και την Ασία.B. Επιπτώσεις στην ορνιθοπανίδα
Οι ΑΣΠΗΕ μπορούν να επιφέρουν αρνητικές επιπτώσεις στην ορνιθοπανίδα. Ο τόπος εγκατάστασής τους είναι ο πιο κρίσιμος παράγοντας στον προσδιορισμό των επιπτώσεων. Γενικά, όσο πιο κοντά βρίσκονται οι ανεμογεννήτριες σε τόπους τροφοληψίας, μετανάστευσης, κουρνιάσματος και φωλεοποίησης των πουλιών, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα της επίδρασής τους. Διακρίνονται δύο τύποι επιπτώσεων: άμεσες (προερχόμενες από συγκρούσεις με τις εν γένει κατασκευές που υπάρχουν εντός του αιολικού πάρκου) και έμμεσες (απώλεια ενδιαιτήματος, φραγμοί στη μετακίνηση, όχληση κλπ.). Επίσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι αθροιστικές επιπτώσεις, που προκαλούνται από την παρουσία και άλλων αιολικών πάρκων στην ίδια περιοχή. Έτσι, αφού κάθε μεμονωμένο αιολικό πάρκο μπορεί να συνιστά μία έστω και ελάχιστη απειλή για το περιβάλλον, όσο και αν εφαρμοστούν τα συνηθισμένα αντισταθμιστικά μέτρα, η αθροιστική επίπτωση των αιολικών εγκαταστάσεων, ήδη εγκατεστημένων και μελλοντικών, μπορεί να αποβεί πολύ σημαντική. Οι επιπτώσεις σύμφωνα με την βιβλιογραφία (Position Statement on Wind Farms and Birds, BirdLife International 2005) είναι:
Άμεση Θνησιμότητα
Η άμεση θνησιμότητα προκαλείται από πρόσκρουση των πουλιών στις πτέρυγες ή στον κορμό των ανεμογεννητριών ή στις σχετιζόμενες υποδομές, όπως υπερυψωμένα καλώδια ή στο σύστημα περιστροφής των πτερυγίων. Τέτοιου τύπου επιπτώσεις εξαρτώνται από τη λεπτομερή σχεδίαση του αιολικού πάρκου (πλήθος, τύπος, ακριβής θέση-διάταξη των ανεμογεννητριών και των λοιπών υποδομών όπως μετεωρολογικοί πύργοι, κτιριακές εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεις μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, υποδομές προσβάσεων κλπ) και μπορούν να μειωθούν δραστικά με κατάλληλες τροποποιήσεις
Καταστροφή και απώλεια κατάλληλου αναπαραγωγικού βιότοπου
Αλλαγή η απώλεια βιοτόπου λόγω των εκχερσώσεων και άλλων επεμβάσεων που απαιτούνται για την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών και των σχετικών υποδομών.
Μειωμένη αναπαραγωγή ή βιωσιμότητα μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό των πουλιών από τον προτιμητέο βιότοπο και να μην είναι σε θέση να βρουν κατάλληλες εναλλακτικές θέσεις.Εμπόδιο σε βασικές βιολογικές ανάγκες των πουλιών (Αναπαραγωγή - Μετανάστευση- Τροφοληψία)
Εμπόδια στη μετακίνηση των πουλιών μεταξύ των περιοχών τροφοληψίας, διαχείμασης, αναπαραγωγής, πτερόρροιας (moulting areas) ή περιοχών κουρνιάσματος (roosting areas). Επίσης, ενδεχόμενες παρατεταμένες πτήσεις εξ αιτίας των αιολικών πάρκων οδηγούν σε αύξηση των ενεργειακών αναγκών και επιδείνωση της βιωσιμότητας των πουλιών.
Ενόχληση
Ενόχληση και εκτοπισμός των πουλιών γύρω από τις ανεμογεννήτριες ή αποκλεισμός από όλη την επικράτεια του αιολικού πάρκου και επιδείνωση ζωτικών λειτουργιών τους. Ενόχληση μπορεί να υπάρξει και μόνο από την παρουσία των ανεμογεννητριών αυτών καθαυτών όπως και από τις εργασίες εγκατάστασης και συντήρησης. Συμπεραίνεται, ότι ο διαθέσιμος χώρος για την ορνιθοπανίδα ελαττώνεται, όσο αυξάνει ο αριθμός των ανεμογεννητριών ενός συγκεκριμένου αιολικού πάρκου.
Συνοπτικά, για όλους τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω οι ΑΣΠΗΕ οδηγούν σε απώλεια ζωτικού χώρου για τα πουλιά.Γ. ΑΣΠΗΕ και περιοχές ενδιαφέροντος για τη Διατήρηση της Φύσης στην Ελλάδα
Συγκεκριμένα, σε ότι αφορά την υπάρχουσα σύγκρουση συμφερόντων στις περιοχές υψηλού ενδιαφέροντος για την προστασία της φύσης, η εκμετάλλευση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και ειδικότερα της αιολικής ενέργειας, θα πρέπει να υπακούει σε μια συμβατότητα με τους ειδικούς στόχους προστασίας αυτών των περιοχών, με τρόπο που να εφαρμόζει τις νόμιμες προϋποθέσεις διαχείρισης τους.
Το έγγραφο που εκφράζει τη θέση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Council of Europe, Windfarms and Birds: an analysis of the effects of windfarms on birds, and guidance on environmental assessment criteria and site selection issues. Strasbourg 2003.) σχετικά με αυτό τον προβληματισμό, είναι σαφές, όταν αναφέρει, ότι τα αιολικά πάρκα δεν πρέπει να έχουν αρνητικές επιπτώσεις σε περιοχές, ή σε περιοχές που θα μπορούσαν να προταθούν στο μέλλον, ως περιοχές διατήρησης της φύσης, συμπεριλαμβανομένων και των ΣΠΠΕ. Δεν είναι θεμιτό να υπάρχουν εγκαταστάσεις σε αυτούς τους τόπους, εάν προηγουμένως δεν έχει αποδειχθεί η συμβατότητά τους.
Είναι θεμελιώδες, να αναγνωρίσει κάθε χώρα τα γεωγραφικά όρια των περιοχών ειδικού ενδιαφέροντος (μεταναστευτικές οδοί και τόποι αναπαραγωγής απειλούμενων ειδών), όπου θα ήταν ασύμβατη με την ισχύουσα περιβαλλοντική νομοθεσία η κατασκευή αιολικών πάρκων, προωθώντας την προστασία αυτών των περιοχών με τη δημιουργία ειδικών ζωνών προστασίας γύρω από αυτές. Ανάλογα θα πρέπει να αναγνωριστούν οι περιοχές, όπου τέτοιες δραστηριότητες δεν θεωρούνται απειλή για τη διατήρηση της φύσης και της βιοποικιλότητας.
Το ίδιο έγγραφο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. δίνει έμφαση στην εκδήλωση ενδιαφέροντος των κυβερνήσεων και της βιομηχανίας αιολικής ενέργειας, να χρηματοδοτήσουν μελέτες, για να αναλυθούν οι επιπτώσεις όχλησης και πιθανής πληθυσμιακής επίδρασης των αιολικών πάρκων επί των πληθυσμών των πουλιών, της φραγής στις μετακινήσεις τους, της θνησιμότητας και της απώλειας ενδιαιτήματος.
Μέχρι τώρα τέτοια χωροταξική ανάλυση σε εθνικό επίπεδο δεν έχει πραγματοποιηθεί, ούτε θεωρείται απαραίτητη στις αναρίθμητες αιτήσεις εγκατάστασης, που πολλές φορές υποβάλλονται αφορώντας περιοχές υψηλής οικολογικής σημασίας. Επείγει λοιπόν να αναπτυχθεί μια σαφής μεθοδολογία, που να θέτει στην πράξη τις βάσεις, για μια τέτοιου είδους ανάλυση. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα καταστεί δυνατή η επαγρύπνηση για το δημόσιο συμφέρον, που αφορά στη διατήρηση των εθνικών φυσικών αξιών.
Η Ελλάδα εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης της, είναι μία χώρα όχι μόνο αρκετά ευνοημένη σε όρους αιολικής ενέργειας, αλλά επίσης και σε σχέση με φυσικά ενδιαιτήματα και τα είδη που τα χρησιμοποιούν. Η επιφάνεια που καταλαμβάνουν οι προστατευόμενες περιοχές είναι μεγάλη και περιλαμβάνει περιοχές με αξιόλογο και εκμεταλλεύσιμο αιολικό δυναμικό. Για αυτό βασική θέση της Ορνιθολογικής είναι πως θα πρέπει να αναγνωριστούν ταυτόχρονα οι συμβατοί και μη συμβατοί τόποι για εγκατάσταση αιολικών πάρκων.
Οι ΑΣΠΗΕ στην Ελλάδα βρίσκονται συνήθως εγκατεστημένα σε ορεινές και νησιωτικές περιοχές, φυσικά εκτεθειμένες σε ανέμους μεγάλης έντασης όλο το χρόνο, με τρόπο που να μεγιστοποιεί την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από αυτή την πηγή. Πολλές από αυτές τι περιοχές περιλαμβάνουν σημαντικά ενδιαιτήματα για τη διατήρηση της φύσης, μερικά εκ των οποίων είναι πολύ υψηλής περιβαλλοντικής σπουδαιότητας. Προς αυτή την κατεύθυνση απαιτείται να ληφθεί ειδική μέριμνα, ώστε να διασφαλιστεί, ότι δεν θα γίνουν συμβιβασμοί στην ενσωμάτωση περιοχών, που έχουν υποδειχτεί για διατήρηση, όπως ΖΕΠ και ΣΠΠΕ.
Εξάλλου, λαμβάνοντας υπόψη την οδηγία 92/43ΕΕC για τους οικοτόπους, και ειδικότερα το Αρθρο 6, τα σχέδια και τα προγράμματα για τα οποία, υπάρχει υποψία, ότι μπορούν να επηρεάσουν με σημαντικό τρόπο ένα τόπο του Δικτύου Natura 2000, μόνα τους ή σε συνδυασμό με άλλα προγράμματα, θα πρέπει να υποβάλλονται σε κατάλληλη αξιολόγηση.
Προς την κατεύθυνση μίας προσπάθειας συμβιβασμού των συμφερόντων της διατήρησης της φύσης και της εκμετάλλευσης της αιολικής ενέργειας, πρέπει να επιδιωχθεί ο προσδιορισμός των περιοχών που είναι ασύμβατες με την εγκατάσταση αιολικών πάρκων. Για αυτό επιβάλλεται να αναγνωριστούν οι σημαντικές περιοχές για τη διατήρηση των απειλούμενων ειδών, για την εποχική συγκέντρωση των πουλιών και για τους μεταναστευτικούς διαδρόμους.
Μία τέτοια μελέτη, χρησιμοποιούμενη σαν βάση, και ενσωματωμένη στα χωροταξικά σχέδια των περιοχών, θα έδινε τη δυνατότητα στις αρχές, να προχωρούν σε αποφάσεις με μεγαλύτερη αντικειμενικότητα, και να αξιολογούν τα προγράμματα με μεγαλύτερη ταχύτητα, συμβάλλοντας συγχρόνως τόσο στον χωροταξικό σχεδιασμό της χώρας, όσο και στη διατήρηση και προστασία της φύσης.
Με βάση τα παραπάνω η ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ θεωρεί ότι θα πρέπει να εξαιρεθούν από την χωροθέτηση αιολικών πάρκων οι ΖΕΠ που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί, αλλά και αυτές που η Ελλάδα οφείλει να ακόμη θεσμοθετήσει για την πλήρη εναρμόνιση της οδηγίας 79/409EEC. Επίσης θα πρέπει να θεσπιστούν ειδικές προδιαγραφές για τις μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων για περιοχές που ενώ είναι σημαντικές από άποψη ορνιθοπανίδας, δεν έχουν για διαφόρους λόγους χαρακτηριστεί. Τέτοιες περιοχές είναι οι ΣΠΠΕ που δεν επικαλύπτονται πλήρως από τις αντίστοιχες ΖΕΠ αλλά και περιοχές που βρίσκονται στην πορεία των μεταναστευτικών διαδρόμων.
Η ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ ως περιβαλλοντική ΜΚΟ υποστηρίζει ότι το ιδανικό είναι να μην εγκατασταθούν αιολικά πάρκα σε καμία περιοχή του δικτύου Natura 2000 έτσι ώστε να διαφυλαχτεί ο χαρακτήρας τους ως περιοχές διατήρησης της φύσης.Δ. Οι Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων
Οι σχετικές με την εγκατάσταση ΑΣΠΗΕ ΜΠΕ, ως διαδικασία αξιολόγησης των επιπτώσεών τους και προσδιορισμού μέτρων προστασίας του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος αποτελούν βασικό εργαλείο για την ορθολογική εκμετάλλευση του αιολικού δυναμικού στο πλαίσιο των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης. Παρά ταύτα, η μέχρι σήμερα εφαρμογή αυτού του εργαλείου στην Ελλάδα μόνο σε λίγες περιπτώσεις και αποσπασματικά έχει λάβει σοβαρά υπ όψη τα ειδικότερα οικολογικά και ορνιθολογικά δεδομένα των περιοχών εγκατάστασης των αιολικών πάρκων. Για το λόγο αυτό η ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ υποστηρίζει ότι οι εν λόγω ΜΠΕ θα πρέπει να περιλαμβάνουν:
- Μελέτη των μόνιμων ειδών ορνιθοπανίδας της περιοχής. Η μελέτη αυτή αφορά όλα τα είδη που ζουν μόνιμα στην περιοχή και μπορεί να επηρεαστούν από την υλοποίηση του έργου. Θα πρέπει να περιλαμβάνει τους πληθυσμούς των ειδών, την χρήση των ενδιαιτημάτων και την συμπεριφορά τους ( συνήθεις διαδρομές, ύψος πτήσεων). Επιπλέον, στην μελέτη των μόνιμων ειδών θα πρέπει να συγκαταλέγονται οι νυχτερίδες αλλά και η χλωρίδα και τα ενδιαιτήματα της περιοχής. Ειδικότερα για την ορνιθοπανίδα πρέπει να καθοριστούν είδη-δείκτες (π.χ. αρπακτικά) τα οποία, προβλέπεται να αποτελέσουν τους κύριους δέκτες των επιπτώσεων.
- Μελέτη των μεταναστευτικών ειδών ορνιθοπανίδας. Είναι σημαντικό να υπάρξει μελέτη και καταγραφή των ειδών που χρησιμοποιούν την περιοχή κατά την διάρκεια της μετανάστευσης. Η αξιολόγηση της χρήσης της περιοχής ως προς αυτή την παράμετρο είναι αναγκαία για την διαβάθμιση των επιπτώσεων που θα προκύψουν από τις ανεμογεννήτριες και τις γραμμές μεταφοράς της ενέργειας. Επίσης πρέπει να ληφθούν υπόψη οι καιρικές συνθήκες οι οποίες, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις ενδέχεται να αυξάνουν τις επιπτώσεις (π.χ. χαμηλή ορατότητα).
- Μελέτη των μη επιδημητικών αναπαραγόμενων ειδών και των ειδών που διαχειμάζουν. Η μελέτη αυτή αφορά όλα τα είδη που χρησιμοποιούν την περιοχή ως τόπο αναπαραγωγής ή ως τόπο διαχείμασης (πληθυσμοί, χώροι φωλεοποίησης, αριθμό αναπαραγόμενων ζευγαριών).
Οι μελέτες των μόνιμων και μεταναστευτικών ειδών ορνιθοπανιδας πρέπει να γίνονται με συστηματικό τρόπο και να έχουν επαρκή χρονική διάρκεια καλύπτοντας όλες τις εποχές του χρόνου και λαμβάνοντας υπόψη και τις αθροιστικές επιπτώσεις που ενδεχομένως να υπάρχουν από την εγκατάσταση και άλλων αιολικών πάρκων σε γειτονικές περιοχές.
- Σχεδιασμός ΑΣΠΗΕ. Ο σχεδιασμός του αιολικού πάρκου πρέπει να πραγματοποιείται μετά την ολοκλήρωση των παραπάνω μελετών. Στην φάση του σχεδιασμού πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ζώνες διέλευσης έτσι ώστε να προβλέπεται η δημιουργία ελεύθερων διαδρόμων που θα συμβάλουν στην ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων κατά την διάρκεια των πτήσεων. Θεωρείται απαραίτητη η πρόβλεψη τεχνικών λύσεων για τη μείωση των επιπτώσεων αλλά ακόμη και τεκμηριωμένες εισηγήσεις ως προς, τον αριθμό τον ανεμογεννητριών όταν αυτό κριθεί απαραίτητο.
- Παρακολούθηση. Θα πρέπει να εφαρμοστεί ένα σχέδιο παρακολούθησης της περιοχής του αιολικού πάρκου το οποίο, θα εφαρμόζεται για επαρκή χρονική περίοδο πριν την εγκατάσταση αλλά και κατά την διάρκεια λειτουργίας του αιολικού πάρκου. Το σχέδιο παρακολούθησης οφείλει να αξιολογεί και να ποσοτηκοποιεί τις επιπτώσεις στην ορνιθοπανίδα. Επίσης να λαμβάνει υπόψη την φαινολογία και βιολογία όλων των ειδών που είναι αντικείμενο της μελέτης (η οποία μπορεί να ποικίλει εξαιρετικά) ώστε να καλύπτεται το σύνολο του βιολογικού τους κύκλου. Τα δεδομένα που θα προκύπτουν πρέπει να δημοσιοποιούνται και να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό αντισταθμιστικών μέτρων για την μείωση των επιπτώσεων ή για την τροποποίηση συγκεκριμένων παραμέτρων του προγράμματος εγκατάστασης και λειτουργίας του ΑΣΠΗΕ.
BirdLife Position on Wind energy and Birds and Bats in the European Union
Adopted by the Birds and Habitats Directive Task Force on 17 November 2016. Replacing the Position on Wind farms adopted in 2005.
This BirdLife Position focuses on the EU and its relevant legislative instruments, but it could be applied in all countries that are signatories to the Bern Convention too, as the underlying principles are just as relevant. Therefore, BirdLife Partners in the respective countries are invited to adopt this position. This position only applies to terrestrial wind energy.
Effects of wind farms on birds
Climate change is posing a major threat to people and global biodiversity. The current EU policy framework aims to combat climate change, to increase energy security and to save energy. Wind power, as one of the advanced renewable technologies, makes a significant contribution to reducing combatting climate change by replacing fossil fuels. However, wind power has potentially damaging consequences for nature conservation.
The main detrimental effects of wind farms on birds are:
- Displacement and disturbance. Both can occur during construction, operation and decommissioning of wind turbines, either due to the presence of the structures themselves and/or associated infrastructure or human activity associated with wind farms.
- Collision mortality. Ιnappropriately sited wind turbines, together with poor wind farm design, have led to significant collision mortality for sensitive species. For bats, in addition to direct collision barotrauma is also a concern. Where wind turbines are carefully sited, collision events with birds tend to be quite rare.
- Habitat destruction and alteration. Destruction and/or alteration of habitats from the turbine footprints is likely to be small, but can add up when associated road and grid infrastructure are included. This may be significant, particularly for large developments sited on sensitive or rare habitats, or cumulative impacts where multiple projects affect the same habitat.
- Barrier effects and indirect effects. Barrier effects can be caused by wind turbines (in isolation and cumulative) disrupting links between feeding/roosting/nesting areas, or diverting flights, including migratory flights, around a wind farm, resulting in increased energy expenditure for the birds. In addition, indirect effects on birds may arise through effects on habitats and/or prey species. Effects on prey abundance and availability may be direct, or mediated via changes in habitats.
Site selection for wind farms
There is a strong consensus that the location selected for a wind farm is critically important in determining the likelihood of deleterious impacts on wildlife. Sensitive sites must be avoided as a matter of precaution. Wind farms must be located, designed and managed so that there are no significant adverse impacts on wildlife of acknowledged national and international importance, or their habitats.
Hence there should be precautionary avoidance of locating wind farms in the following:
a. Special Protection Areas (SPAs) under the Birds Directive and Important Bird and Biodiversity Areas (IBAs)8.
b. Statutorily designated or qualifying international sites, Sites of Community Interest/Special Areas of Conservation under the Habitats Directive or national sites for nature conservation9.
c. Other locations of significance for bird species identified by BirdLife International as being of Unfavourable Conservation Status in Europe or at national level.
d. Sites along major migration routes and especially migration bottlenecks where large numbers of birds or bats are highly concentrated, for example mountain passes.
e. Habitats where wind farms are known to pose high collision risks to birds (to be assessed through site specific risk assessment). For example, wetlands and mountain ridges are critical locations for birds, and several types of woodlands are critical locations for bats10.
Adverse impacts on wildlife must be avoided by full evaluation of suitable alternatives and by appropriate location (and design). As part of effective planning, there is a need to identify species and areas of particular sensitivity, and to map potential and unsuitable locations for wind energy development on the basis of nature conservation concerns, for example avoidance of migration bottlenecks. This may require the collection of additional information. The impact of accompanying infrastructure such as cables, roads, and maintenance activities must be included in these considerations.
Impact assessment
Strategic Environmental Assessment of wind energy plans and programmes, including sensitivity mapping, should be carried out, as well as Appropriate Assessments under the Habitats Directive. All of these assessments should be carried out to a high professional standard and in a scientifically sound way. Independent rigorous research and monitoring should be implemented, funded by national governments and the wind energy industry, and there is a need to encourage ongoing technological innovation to maximise efficiency of wind turbines.
Read the full BirdLife position paper
Κείμενο: Μαρία Αναγνωστοπούλου & Δημήτρης Μπούσμπουρας / Ελληνική ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ Εταιρεία
Εισαγωγή
Στην εποχή μας η απώλεια της βιοποικιλότητας εξελίσσεται παγκόσμια με πολύ υψηλό ρυθμό και ταυτόχρονα, η πίεση για επιπλέον παραγωγή ενέργειας ολοένα αυξάνεται. Η παραγωγή ενέργειας από ανεμογεννήτριες, ως ανανεώσιμη μορφή ενέργειας, είναι φυσικό να γίνει δεκτή από την παγκόσμια κοινότητα με πολύ υψηλές προσδοκίες. Ωστόσο, η αιολική ενέργεια, παρά τα αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα που διατηρεί σε σχέση με άλλους τρόπους παραγωγής ενέργειας, μπορεί να επιφέρει επιπτώσεις στα ενδιαιτήματα και την άγρια ζωή, ιδιαιτέρως δε στα πτηνά.
Οι ανεμογεννήτριες προκαλούν την άμεση θανάτωση ενός πολύ μεγάλου αριθμού πουλιών αλλά και νυχτερίδων κάθε χρόνο, ενώ η λειτουργία αιολικών πάρκων σε γειτνίαση με βιοτόπους ειδών που κινδυνεύουν με εξαφάνιση, ή μικρών ή ευάλωτων, για διάφορους λόγους, πληθυσμών, μπορεί να επιφέρει σε αυτούς βαρύ πλήγμα, ή και εξαφάνιση σε τοπικό επίπεδο. Όταν τα αιολικά πάρκα καταλαμβάνουν μεγάλες εκτάσεις ή εκτάσεις καίριες για τη μετανάστευση ή τη διαβίωση σημαντικών1 ειδών πουλιών, σε συνδυασμό με τα συνοδευτικά έργα (πχ γραμμές μεταφοράς ρεύματος) και την αναπόφευκτη διευκόλυνση της ανθρώπινης πρόσβασης, η απώλεια ενδιαιτήματος, μεμονωμένα ή σωρευτικά, μπορεί να αποδειχθεί σπουδαιότερη επίπτωση ακόμη και από την άμεση θανάτωση των πουλιών.
Το κείμενο αυτό που περιγράφει τις επιπτώσεις της εγκατάστασης και λειτουργίας αιολικών πάρκων στα πουλιά, βασίζεται σε ευρήματα της σύγχρονης σχετικής βιβλιογραφίας από μελέτες που εκπονήθηκαν σε διάφορα μέρη του κόσμου. Το κείμενο συντάχθηκε από τα μέλη της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας Μαρία Αναγνωστοπούλου, βιολόγο Msc και Δημήτρη Μπούσμπουρα βιολόγο - ορνιθολόγο.
Τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα πουλιά από την τοποθέτηση και λειτουργία αιολικών πάρκων είναι τριών κυρίως κατηγοριών: α) άμεση θανάτωση λόγω πρόσκρουσης, β) άμεση απώλεια ενδιαιτημάτων και γ) εκτοπισμός λόγω όχλησης. Οι επιπτώσεις αυτές παρουσιάζονται στην συνέχεια.1. Αμεση θανάτωση λόγω πρόσκρουσης
Άμεση θανάτωση των πουλιών συμβαίνει:
α. λόγω πρόσκρουσης στα πτερύγια των ανεμογεννητριών, στους πύργους ή στα υπέργεια καλώδια μεταφοράς ρεύματος, κυρίως δε των πουλιών μεγάλου ή μεσαίου μεγέθους και
β. λόγω των ρευμάτων ώθησης προς το έδαφος, που αναπτύσσονται πίσω από τους έλικες εν ώρα περιστροφής. Για λόγους συντομίας, στο κείμενο αυτό, με τον όρο «θανάτωση λόγω πρόσκρουσης» εννοούνται και οι δύο περιπτώσεις θανάτων.
1.1. Ρυθμοί θανατώσεωνΟ ρυθμός των αναφερόμενων θανάτων πουλιών λόγω πρόσκρουσης στα πτερύγια των ανεμογεννητριών ή άλλα δομικά στοιχεία των αιολικών πάρκων, ποικίλει ευρύτατα στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, μεταξύ 0,01 και 23 πουλιά ανά ανεμογεννήτρια ανά έτος (Drewitt & Langston, 2006). Η Εθνική Επιτροπή Αιολικού Συντονισμού (National Wind Coordination Committee ή NWCC) των ΗΠΑ το 2001 είχε καταλήξει σε έναν αριθμό θανάτων, κατά μέσο όρο 2,19 ανά ανεμογεννήτρια ανά έτος για όλα τα είδη πουλιών μαζί για τις ΗΠΑ και 0,033 για τα αρπακτικά (Erickson et al, 2001). Ενδεικτικά, στη Βόρεια Καλιφόρνια, σε μια περιοχή δηλαδή με μεγάλο αριθμό ανεμογεννητριών (πάνω από 5000), σκοτώνονται κάθε χρόνο περίπου 1000 αρπακτικά (GAO 2005).
Η πλειονότητα των μελετών σημειώνουν έναν χαμηλό αριθμό θανάτων ανά ανεμογεννήτρια ανά έτος, αλλά σε πολλές περιπτώσεις οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται σε πτώματα ζώων που συλλέγονται (Langston & Pullan 2004) με τη βέβαιη υποεκτίμηση που αυτό συνεπάγεται (βλ. παράγραφο 1.3 παρακάτω). Ωστόσο, ακόμη και χαμηλοί ρυθμοί θανάτωσης ή μικρή αύξηση του ρυθμού θανάτωσης, μπορούν να αποβούν σημαντικοί για τους πληθυσμούς κάποιων ειδών, ειδικά των μεγαλόσωμων, μακρόβιων ειδών που γενικά αργούν να φτάσουν σε αναπαραγωγική ωριμότητα και έχουν χαμηλό ετήσιο αναπαραγωγικό δυναμικό (Langston 2002, Percival στο: de Lucas et al, 2007).
Σε πολλές περιπτώσεις οι «πολιτικά αποδεκτοί» θάνατοι ατόμων κάποιων ειδών μπορεί να είναι λιγότεροι από όσους θα επέφεραν σημαντικές επιπτώσεις στους πληθυσμούς τους. Για κάποια είδη με βαρύνουσα σημασία από πλευράς διατήρησης και προστασίας, ο «αποδεκτός αριθμός θανάτων» θα πρέπει να περιοριστεί, ακόμη και ως το ένα και μοναδικό περιστατικό (Percival στο: de Lucas et al, 2007). Γενικά, η εκτίμηση του βαθμού σημασίας του ρυθμού και των περιπτώσεων θανάτωσης, είναι υποκειμενική, καθώς ακόμη και ολιγάριθμα πτώματα σπάνιων ειδών, ιδιαίτερα κατά την αναπαραγωγική περίοδο μπορούν να θεωρηθούν ως ένδειξη κινδύνου για τους πληθυσμούς των εν λόγω ειδών (Strickland et al στο: de Lucas et al, 2007). Για πληθυσμούς λίγων ζευγαριών σπάνιων ειδών δεν υπάρχουν περιθώρια απώλειας.
Μεγάλο είναι το ερευνητικό ενδιαφέρον και η ανησυχία για τις επιπτώσεις που έχουν τα αιολικά πάρκα στα αρπακτικά πουλιά, καθώς αυτά παρουσιάζουν μεγαλύτερη συχνότητα προσκρούσεων σε σχέση με άλλα είδη της ορνιθοπανίδας (Sterner et al, στο: de Lucas et al 2007, NWCC 2004) για λόγους που δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητοί. Μεταξύ των υψηλότερων καταγεγραμμένων επιπέδων θνησιμότητας αρπακτικών έχουν αναφερθεί για την περιοχή Altamont Pass στην Καλιφόρνια και στις περιοχές Tarifa και Navarra στην Ισπανία (Thelander and Smallwood στο: de Lucas et al 2007, Drewitt and Langston 2006, Langston & Pullan 2004). Οι περιπτώσεις αυτές παρουσιάζουν ενδιαφέρον γιατί αφορούν μεγαλόσωμα και σχετικά σπάνια είδη, δηλαδή το Όρνιο στην Ισπανία και τον Χρυσαετό στην Καλιφόρνια. Στην Ισπανία, το διάστημα 2000-2007, καταγράφηκαν εκατοντάδες θάνατοι όρνιων μετά από πρόσκρουση με ανεμογεννήτριες2 . Υπολογίζεται ότι το 5% των ανεμογεννητριών ευθύνεται για το 60% των θανάτων των γυπών από ανεμογεννήτριες στην χώρα αυτή τα τελευταία χρόνια. Οι συγκεκριμένες ανεμογεννήτριες θεωρούνται υπεύθυνες λόγω της γεωγραφικής τους θέσης. Στην Ναβάρα σε 13 αιολικά πάρκα σκοτώθηκαν σε τρία χρόνια (2000-2002) 227 όρνια από 360 συνολικά θανάτους όπου περιλαμβάνονταν πολλά σημαντικά είδη αρπακτικών (Lekuona &Ursua στο: de Lucas et al 2007). Σε έρευνα του 2004 στην Θράκη, σε περιοχή στα όρια της επικράτειας των όρνιων και γειτονική του Εθνικού Πάρκου της Δαδιάς όπου αυτά φωλιάζουν, δεν διαπιστώθηκαν θάνατοι όρνιων αλλά αυξημένο ρίσκο πρόσκρουσης στο 32% των πτήσεων (Ruiz et al 2005).
Ειδικά το θέμα της θανάτωσης των αρπακτικών γενικά, και του Χρυσαετού ιδιαίτερα, έγινε αντιληπτό στην Καλιφόρνια, και συγκεκριμένα στο τεράστιο αιολικό πάρκο Altamont Pass Wind Resource Area ή APWRA, από τις αρχές λειτουργίας του στη δεκαετία του '80. Χρειάστηκε να καταμετρηθούν συστηματικά οι θάνατοι επί τρία και πλέον χρόνια, από το 1985 ως τις αρχές του 1988, για να διαπιστωθεί ότι ο αριθμός τους ήταν σημαντικός (34 ήταν μόνο οι Χρυσαετοί που θανατώθηκαν στο APWRA), μεγαλύτερος από τον αναμενόμενο με δεδομένη τη σχετική αφθονία του στην περιοχή. Διαπιστώθηκε επομένως ότι άξιζε εκτενέστερη έρευνα και επένδυση χρόνου και χρήματος στην εκτίμηση του προβλήματος και στην αναζήτηση μέτρων αντιμετώπισης (Thelander & Swan στο: de Lucas et al 2007). Ο Thelander στο προαναφερθέν άρθρο, στο οποίο ανακεφαλαιώνει το ιστορικό του θέματος στο APWRA, καταλήγει ότι παρά την επί δεκαετίες αναγνώριση του προβλήματος και την έρευνα πάνω στο θέμα της θανάτωσης των πουλιών, δεν εφαρμόζονται ούτε σήμερα, συστηματικά μέτρα μείωσης του αριθμού των θανάτων.1.2. Παράγοντες που επηρεάζουν τον κίνδυνο πρόσκρουσης
Την πιθανότητα πρόσκρουσης των πουλιών στις ανεμογεννήτριες ή άλλα δομικά στοιχεία των αιολικών πάρκων, επηρεάζουν πάρα πολλές παράμετροι, όπως: 1.2.1.Το είδος του πτηνού
Τα είδη μεσαίου και μεγάλου μεγέθους (με μικρή δυνατότητα εναέριων ελιγμών) κινδυνεύουν περισσότερο, όπως επίσης τα είδη που δείχνουν μεγάλη κινητικότητα κατά το λυκαυγές, το λυκόφως, ή τη νύχτα.
1.2.2. Η ηλικία του, το στάδιο του βιολογικού κύκλου στο οποίο βρίσκεται
Στο APWRA βρέθηκε ότι αναλογικά λιγότεροι νεαροί Χρυσαετοί προσκρούουν στις ανεμογεννήτριες, σε σχέση με τους υποενήλικους (sub-adults) και τους φωλιάζοντες Χρυσαετούς. Η πρώτη περίπτωση αποδόθηκε στο γεγονός ότι τα μεγαλύτερα σε ηλικία πουλιά είναι αυτά που συνήθως κυνηγούν ζωντανή λεία (ένδειξη ότι τα πουλιά προσκρούουν την ώρα του κυνηγιού). Η μικρότερη θνησιμότητα των φωλεαζόντων σε σχέση με υποενήλικα και ώριμα μη φωλεάζοντα αποδόθηκε στο γεγονός ότι τα φωλιάζοντα άτομα μετακινούνται λίγο και δεν πλησιάζουν τις ανεμογεννήτριες (California Energy Commission, 2002). Ωστόσο, ευρήματα άλλων ερευνών είναι διαφορετικά. Οι Barrios & Rodriguez (στο: de Lucas 2007), διαπίστωσαν μεγάλη θνησιμότητα αρπακτικών στις αιολικές εγκαταστάσεις στην περιοχή Tarifa στα νότια της Χερσονήσου του Γιβραλτάρ (διεθνώς σημαντικό μεταναστευτικό πέρασμα). Τα δύο κύρια είδη που πλήττονται εκεί (88% του συνόλου των θανάτων) είναι το Όρνιο και το Βραχοκιρκίνεζο. Ενώ στα Όρνια δεν βρέθηκε συσχέτιση του ρυθμού θανάτων με την ηλικία, τα νεαρά Βραχοκερκίνεζα που προσέκρουαν ήταν σαφώς περισσότερα, χωρίς ωστόσο αυτό να εξηγηθεί.
1.2.3. Ο αριθμός και η σχετική τους αφθονία
Δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί ο κίνδυνος πρόσκρουσης με βάση τη σχετική αφθονία ενός είδους στην περιοχή, καθώς σε κάποια είδη η θνησιμότητα είναι μεγαλύτερη από αυτήν που αναμένεται με βάση την αφθονία τους (Thelander and Smallwood in: de Lucas et al 2007, Lekuona & Ursua, in de Lucas et al 2007). Σε κάποιες περιπτώσεις ο μεγαλύτερος ρυθμός προσκρούσεων έχει αποδοθεί στην αφθονία της λείας στην περιοχή των ανεμογεννητριών και στη συμπεριφορά πτήσης των συγκεκριμένων ειδών.
1.2.4. Η συμπεριφορά πτήσης
Η συμπεριφορά πτήσης του κάθε είδους ποικίλει στα διαφορετικά στάδια του ημερήσιου ή ετήσιου βιολογικού κύκλου τους, π.χ. αναζήτηση τροφής, κούρνιασμα, μικρές τοπικές μετακινήσεις ή μετανάστευση. Αλλα είδη κυνηγούν κάτω από το ύψος του δρομέα, άλλα στο ύψος του δρομέα και άλλα υψηλότερα, εκτός βέβαια από τη στιγμή της εφόρμησης. Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο ύψος του δρομέα μειώνει τον κίνδυνο πρόσκρουσης του Βαλτόκιρκου, ο οποίος κυνηγά σε πολύ χαμηλά ύψη (Whitfield & Madders 2006).
1.2.5 Η συμπεριφορά πτήσης κατά τη μετανάστευση,
Η ώρα της ημέρας κατά την οποία τα πουλιά απογειώνονται και προσγειώνονται ποικίλει ανάμεσα στα είδη. Τα περισσότερα είδη ταξιδεύουν τη νύχτα (Couzens 2005), ξεκινώντας συνήθως μισή με μία ώρα μετά την δύση και συνεχίζουν να πετούν για πολλές ώρες. Το πρότυπο του χρονισμού των πτήσεων ποικίλει ανάλογα με το εάν έχουν πετάξει πάνω από μεγάλες υδάτινες εκτάσεις, ερήμους, ή άλλες ακατάλληλες για ξεκούραση περιοχές. Όσο περνά η μέρα οι αριθμοί των πουλιών που βρίσκονται στον αέρα μειώνονται. Οι πελαργοί και τα μεγάλα αρπακτικά (σχεδόν όλοι οι αετοί, τα σαΐνια και οι γύπες) μεταναστεύουν κατά την ημέρα, καθυστερώντας συνήθως την εκκίνησή τους ως τα μέσα του πρωινού, μέχρι να ενισχυθούν τα ανοδικά θερμά ρεύματα. Τα γεράκια ξεκινούν νωρίτερα το πρωί. Τα υδρόβια πουλιά ταξιδεύουν και ημέρα και νύχτα, όπως και τα παρυδάτια. Αυτά ξεκινούν συχνά αργά το απόγευμα. Επίσης τα ύψη στα οποία πετούν τα πουλιά όταν μεταναστεύουν ποικίλουν κατά πολύ και αναμφίβολα επηρεάζουν την πιθανότητα πρόσκρουσης. Τα περισσότερα είδη που μεταναστεύουν νύχτα, πετούν πολύ πάνω από το ύψος των ανεμογεννητριών, κινδυνεύουν όμως κατά την προσγείωση και απογείωση ή αν έλκονται από κάποιο γνώρισμα των ανεμογεννητριών, πράγμα που ισχύει σε πολλές περιοχές και για την ημέρα (Richardson στο:PNA WPPM-III 2000). Κάποιοι επιστήμονες όμως, πιστεύουν ότι πουλιά που μεταναστεύουν νύχτα πάνω από ορεινές εκτάσεις, πετούν σε σχετικά χαμηλά ύψη, ακολουθώντας κορυφογραμμές κατά μήκος του άξονα μετανάστευσης, ή όταν αναγκάζονται να πετάξουν πάνω από κορυφογραμμές μεγάλου υψομέτρου που βρίσκονται κάθετα στον άξονά μετανάστευσης. Και οι δύο αυτές συμπεριφορές δημιουργούν αυξημένο κίνδυνο πρόσκρουσης (NWCC 2004, Council of Europe 2002).
Επίσης, η συμπεριφορά πτήσης ποικίλει ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες (βλ. 1.2.6 παρακάτω). Η παράμετρος αυτή έχει τεράστια σημασία για την εκτίμηση ενός πιο ρεαλιστικού μοντέλου πρόβλεψης των προσκρούσεων3.
1.2.6 Η διαθεσιμότητα της λείας στην περιοχή του αιολικού πάρκου
Σε κάποιες μελέτες, η μεγάλη συχνότητα πρόσκρουσης κάποιων ειδών (όπως π.χ. του Χρυσαετού στο APWA της Καλιφόρνια) έχει αποδοθεί στην αφθονία διαθέσιμης λείας στην περιοχή, όπως του εδαφόβιου σκίουρου4 , που ελκύει αυτά τα είδη, προκαλώντας προσκρούσεις κατά την αναζήτηση τροφής, όταν οι εφορμήσεις τους γίνονται στο ύψος του δρομέα Στις περιπτώσεις αυτές έχει προταθεί ο πληθυσμιακός έλεγχος του είδους - λεία με μέτρα διαχείρισης της βλάστησης τοπικά και με παράλληλη υποβοήθηση του πληθυσμού σε άλλα σημεία μακριά από το πάρκο. Ακόμη και τέτοια μέτρα όμως, θα πρέπει να μελετηθούν πριν την εφαρμογή τους, καθώς ενδέχεται να πλήξουν άλλα προστατευόμενα ή επιθυμητά είδη ή να διαταράξουν την οικολογική ισορροπία τοπικά (Sterner et al στο: de Lucas et al 2007).
1.2.7 Οι καιρικές συνθήκες, όπως:- Η ταχύτητα και η κατεύθυνση του ανέμου, η ύπαρξη βροχής ή καταιγίδας
- Η θερμοκρασία και η υγρασία του αέρα
- Η ορατότητα
Οι καιρικές συνθήκες επηρεάζουν τον αριθμό των θανάτων διότι τροποποιούν την ορατότητα στην περιοχή των αιολικών πάρκων, αλλά και τη συμπεριφορά πτήσης. Γενικά οι θάνατοι λόγω πρόσκρουσης είναι περισσότεροι σε αντίξοες καιρικές συνθήκες (βροχή, καταιγίδα) και σε συνθήκες χαμηλής ορατότητας (ομίχλη). Επίσης αυξημένες είναι οι προσκρούσεις όταν τα πουλιά πετούν σε αντίθετη κατεύθυνση από ισχυρούς ανέμους. Σ' αυτή την περίπτωση τείνουν να πετούν χαμηλότερα για λόγους εξοικονόμησης ενέργειας, διότι η ταχύτητα του ανέμου μειώνεται κοντά στο έδαφος. Τέλος, περισσότερες προσκρούσεις γίνονται τη νύχτα, κατά το λυκαυγές και το λυκόφως (Drewitt & Langston 2006, Richardson στο: PNA WPPM-III 2000).
1.2.8 Η τοπογραφία της περιοχής
Έχει διαπιστωθεί από εκτεταμένες παρατηρήσεις και μελέτες ότι στις κορυφογραμμές των βουνών, στις κορυφές απόκρημνων βράχων ή απότομων κλιτύων και στα φαράγγια, οι προσκρούσεις είναι αναλογικά περισσότερες από ότι σε άλλες τοποθεσίες, καθώς στις θέσεις αυτές, τα πουλιά μεταβάλλουν τη συμπεριφορά πτήσης τους, στην προσπάθεια να εκμεταλλευτούν τα θερμά ανοδικά ρεύματα που δημιουργούνται εκεί (Johnson et al στο: de Lucas et al, 2007, Thelander and Smallwood στο: de Lucas et al, 2007, Sterner et al, στο: de Lucas et al, 2007). Στοιχεία της τοπογραφίας που παίζουν ρόλο είναι ακόμη το υψόμετρο, ο τύπος και η πολυπλοκότητά του αναγλύφου. Σε επισκόπηση και στατιστική επεξεργασία αρκετών μελετών (CEBC 2005) βρέθηκε ότι σε μεγαλύτερο υψόμετρο συμβαίνουν στατιστικώς σημαντικά περισσότεροι θάνατοι από ότι σε χαμηλότερο. Οι Morrison et al (στο: de Lucas et al 2007) πιστεύουν ότι η θέση των ανεμογεννητριών πάνω σε μια πλαγιά είναι ο κυριότερος παράγων που καθορίζει το ρυθμό των θανάτων. Ωστόσο, όταν πρόκειται για μια περιοχή σημαντική για τα πουλιά, δεν είναι εύκολο να βρεθεί ιδανική θέση. Οι Sterner et al (στο: de Lucas et al 2007) διαπίστωσαν ότι σε ανεμογεννήτριες στις κορυφογραμμές συνέβαιναν συχνότερες προσκρούσεις της αμερικάνικης γερακίνας (Buteo jamaicensis5) ενώ χαμηλότερα στην πλαγιά σκοτώνονταν περισσότεροι Χρυσαετοί.
1.2.9 Τα χαρακτηριστικά των ανεμογεννητριών και του αιολικού πάρκου
Η σχέση των διαφόρων δομικών και λειτουργικών χαρακτηριστικών των ανεμογεννητριών και αιολικών πάρκων με τη θνησιμότητα των πουλιών λόγω πρόσκρουσης έχουν απασχολήσει πολύ τους ερευνητές, στην από κοινού προσπάθεια των υπευθύνων προστασίας με τις βιομηχανίες αιολικής ενέργειας να μειωθεί η έκταση του προβλήματος και η συνεπακόλουθη κοινωνική αντίδραση. Επί μέρους στοιχεία που έγινε προσπάθεια να εκτιμηθούν σε σχέση με τη θνησιμότητα των πουλιών είναι:- ο αριθμός των ανεμογεννητριών
- η πυκνότητα των ανεμογεννητριών
- η διάταξή τους στο χώρο: γραμμική (turbine strings) ή σε ομάδες (clusters), αριθμός ανεμογεννητριών ανά σειρά ή ομάδα
- η διαθεσιμότητα θέσεων κουρνιάσματος
- ο αριθμός των πτερυγίων (2 ή 3)
- το ύψος των πυλώνων
- ελάχιστο και μέγιστο ύψος πτερυγίων
- ταχύτητα περιστροφής πτερυγίων (ταχύτητα στο άκρο των πτερυγίων και αριθμός περιστροφών ανά λεπτό)
- επιφάνεια σάρωσης δρομέα (rotor swept area)
- ο θόρυβος από την περιστροφή του δρομέα
- ο φωτισμός των ανεμογεννητριών
- ο χρωματισμός των πτερυγίων
- ο χρόνος λειτουργίας του αιολικού πάρκου
Οι Sterner et al (στο: de Lucas et al, 2007), έχοντας μελετήσει το συσχετισμό αρκετών από τις ανωτέρω παραμέτρους με τη θνησιμότητα των πουλιών, αναφέρουν ότι για τους ερευνητές έχει αποδειχθεί δύσκολο να εκτιμηθεί η επικινδυνότητα της κάθε μίας, καθώς δεν αλληλεπιδρούν μόνο η κάθε μία με τα πουλιά, αλλά και μεταξύ τους σε ποικίλο βαθμό ανά περίπτωση.
Η διαθεσιμότητα θέσεων κουρνιάσματος (στις ανεμογεννήτριες οριζοντίου άξονα) ήταν ο πρώτος παράγοντας που συσχετίστηκε με τους θανάτους πουλιών και αντιμετωπίστηκε με τον σχεδιασμό ανεμογεννητριών κάθετου άξονα, χωρίς θέσεις κουρνιάσματος, με αποτελέσματα που ωστόσο αμφισβητούνται από κάποιους ερευνητές (Johnson et al στο: de Lucas et al 2007). Φαίνεται πως η μεγαλύτερη ταχύτητα περιστροφής των πτερυγίων προκαλεί περισσότερους θανάτους. Οι Morrison et al (στο: de Lucas et al 2007) δηλώνουν ότι είναι λανθασμένη η αντίληψη ότι ο τύπος της ανεμογεννήτριας ή του πύργου είναι καθοριστικοί παράγοντες στις προσκρούσεις των πουλιών, καθώς στο APWA οι ρυθμοί πρόσκρουσης σε διάφορους τύπους ανεμογεννητριών και πυλώνων είναι παρόμοιοι. Παρομοίως, οι Johnson et al (στο: de Lucas et al 2007), καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα και πιστεύουν ότι μεγαλύτερο ρόλο παίζουν η τοπογραφία, η κλίση και η αφθονία της λείας.
Οι νέας τεχνολογίας ανεμογεννήτριες με υψηλότερους πύργους και μεγαλύτερες επιφάνειες σάρωσης, που έχουν χαμηλότερη μέση ταχύτητα περιστροφής από τις μικρότερες, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι λόγω της μεγαλύτερης ισχύος τους, τοποθετούνται σε μικρότερους αριθμούς, αναμένεται να προκαλούν λιγότερες απώλειες. Αλλοι ερευνητές εκτιμούν το αντίθετο, καθώς οι νέες μεγαλύτερες ανεμογεννήτριες έχουν μεγαλύτερη επιφάνεια σάρωσης και μεγαλύτερους χρόνους λειτουργίας, παράγοντες που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο. Η ομάδα του Sterner (Sterner et al στο de Lucas 2007) επίσης καταλήγει ότι δεν υπάρχει γενικά αποδεκτή βέλτιστη απόσταση πτερυγίων από το έδαφος, επειδή ανάλογα με την πτητική συμπεριφορά του, κάθε είδος διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο στις διαφορετικές περιπτώσεις αποστάσεων και μέγιστου ύψους πτερυγίων.
Ούτε και ο συσχετισμός της χωρικής διάταξης με τους θανάτους έχει καταλήξει σε απόλυτα συμπεράσματα, διότι τα χαρακτηριστικά της κάθε τοποθεσίας, η διάταξη και τα γνωρίσματα των ανεμογεννητριών ποικίλουν πολύ. Έχει ωστόσο βρεθεί με αρκετή ομοφωνία ότι στις ακραίες ανεμογεννήτριες κάθε σειράς, όταν αυτές βρίσκονται σε γραμμική διάταξη, συμβαίνουν αναλογικά περισσότεροι θάνατοι (Ruiz et al 2005, Higgins et al στο: de Lucas 2007). Και αυτός όμως ο συσχετισμός θα μπορούσε να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι ακραίες ανεμογεννήτριες συνήθως βρίσκονται κοντά σε φαράγγια ή απότομες πλαγιές, οπότε ο μεγάλος αριθμός προσκρούσεων οφείλεται στη μεταβολή της πτητικής συμπεριφοράς των πουλιών λόγω τοπογραφίας (βλ. 1.2.7. ανωτέρω). Επίσης έχει παρατηρηθεί υψηλότερος ρυθμός προσκρούσεων όταν οι απόσταση των εν σειρά ανεμογεννητριών είναι πολύ μεγάλη ή ακανόνιστη, διότι έτσι τα πουλιά «μπερδεύονται», δεν μπορούν να εκτιμήσουν που αρχίζει και που τελειώνει ο κίνδυνος.
Οι Johnson et al (στο: de Lucas et al 2007) μελέτησαν το θέμα του θορύβου, του φωτισμού και του χρωματισμού των ανεμογεννητριών σε σχέση με τους θανάτους των πουλιών. Προτείνουν κάποιες τροποποιήσεις στην ακουστική των πτερυγίων που ίσως τα καθιστούν πιο εύκολα αντιληπτά στα πουλιά. Όσον αφορά το φωτισμό των ανεμογεννητριών κατά τη νύχτα, πιστεύουν, όπως και άλλοι ερευνητές, ότι η επιρροή του στο ρυθμό των προσκρούσεων δεν έχει μελετηθεί τόσο ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Γενικά εκφράζεται η άποψη ότι ο φωτισμός μάλλον δρα αρνητικά στις προσκρούσεις γιατί ειδικές μελέτες έδειξαν ότι μάλλον αποπροσανατολίζει τα πουλιά παρά τα βοηθά. Επίσης, φαίνεται ότι το συνεχές φως προκαλεί περισσότερους θανάτους από το φως που αναβοσβήνει, και το κόκκινο φως λιγότερους θανάτους από το άσπρο.
Ωστόσο αυτό ενδέχεται να συμβαίνει απλώς επειδή με τους δύο αυτούς τρόπους μειώνεται η ένταση του φωτός. Οι ίδιοι ερευνητές δοκιμάζουν αυτή την εποχή πειραματικά την υπόθεσή τους ότι πτερύγια βαμμένα με χρώμα που αντανακλά το υπεριώδες φως καθίστανται περισσότερο ορατά από τα πουλιά. Αλλοι ερευνητές έχουν προτείνει βαφή σε διάφορα πρότυπα διχρωμίας άσπρου-μαύρου, ωστόσο οι μέχρι τώρα μελέτες σχετικά με το χρωματισμό των πτερυγίων δεν έχει ακόμη αποδώσει σαφή συμπεράσματα. Επιπλέον, όσο πιο ευδιάκριτα είναι τα χρώματα των πτερυγίων, τόσο μεγαλύτερη είναι η αλλοίωση της αισθητικής του τοπίου.
Γεγονός είναι ότι οι περισσότερες μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί ως τώρα αφορούν τις μικρότερες ανεμογεννήτριες και οι συγκριτικές επιπτώσεις των μεγάλης ισχύος και μεγέθους ανεμογεννητριών θα πρέπει να μελετηθούν διεξοδικά πριν εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα σε σχέση με την επικινδυνότητά τους για τα πουλιά (Council of Europe 2002, Richardson στο: PNA WPPM-III 2000, NWCC 1999). Οι Thelander & Smallwood (στο: de Lucas 2007) διατυπώνουν σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο η τοποθέτηση λιγότερων αλλά μεγαλύτερης ισχύος και μεγέθους ανεμογεννητριών στο APWRA θα επιφέρουν μείωση των θανάτων, καθώς η αθροιστική επιφάνεια σάρωσης των δρομέων θα είναι όμοια όπως και με τις παλαιότερες ανεμογεννήτριες. Οι Johnson et al (στο: de Lucas et al 2007) εκφράζουν επιπλέον την ανησυχία ότι οι πολύ ψηλές ανεμογεννήτριες ενδεχομένως να αυξήσουν τον κίνδυνο πρόσκρουσης για στρουθιόμορφα που μεταναστεύουν κατά τις νυχτερινές ώρες. Την ίδια ανησυχία εκφράζουν οι Sterner et al (στο: de Lucas et al 2007) καθώς οι μεγαλύτερες ανεμογεννήτριες θα πρέπει να τοποθετούνται σε αραιότερες αποστάσεις. Έτσι, η κάθε ανεμογεννήτρια θα λειτουργεί ως μονάδα περισσότερο, παρά ως τμήμα μιας πιο ευδιάκριτης ομάδας ανεμογεννητριών, πράγμα που ίσως προκαλεί περισσότερες προσκρούσεις.
Πρόσθετο αίτιο θανάτωσης είναι οι γραμμές μεταφοράς του ηλεκτρικού ρεύματος όπου τα πουλιά κινδυνεύουν από την πρόσκρουση ή/και από ηλεκτροπληξία. Το δίκτυο από τις ανεμογεννήτριες έως το κεντρικό δίκτυο είναι μερικών εκατοντάδων μέτρων έως μερικών χιλιομέτρων. Για το θέμα των κινδύνων από τις γραμμές μεταφοράς ρεύματος και τις λύσεις αντιμετώπισης υπάρχει εκτεταμένη βιβλιογραφία (Haas et al 2005).
1.2.10 Η τοποθεσία του αιολικού πάρκου
Τα αιολικά πάρκα εγκαθίστανται συνήθως σε κορυφογραμμές, υψίπεδα, απόκρημνες βραχώδεις τοποθεσίες, ακρωτήρια και άλλες θέσεις με υψηλό αιολικό δυναμικό. Τέτοιες θέσεις, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, της απομόνωσής τους, των ιδιόμορφων γεωλογικών σχηματισμών και του μικροκλίματος, συχνά (ΕΟΕ 2007):- αποτελούν αναπόσπαστα τμήματα μεταναστευτικών περασμάτων της ορνιθοπανίδας ή ενδεχομένως ακόμη και κρίσιμες στενωπούς (migration bottlenecks) μεταναστευτικών οδών, οι οποίες, είναι ελλιπώς και αδρά μελετημένες στην Ελλάδα (και ακόμη λιγότερο οι νυχτερινές). Έχει αποδεδειχθεί ότι τα πουλιά που μεταναστεύουν κάνουν μεγάλες παρεκκλίσεις από την επιθυμητή τους πορεία για να πετάξουν πάνω από γραμμικά τοπογραφικά στοιχεία, όπως οι ακτογραμμές, οι ποταμοί και οι κορυφογραμμές, χαμηλώνοντας μάλιστα το ύψος πτήσης τους όσο δυνατότεροι είναι οι αντίθετοι στην πορεία τους άνεμοι (Richardson in PNA WPPM-III, 2000).
- επικαλύπτονται ή γειτνιάζουν άμεσα με τις Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά, θεσμοθετημένες (ή όχι ακόμη) ως Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) σύμφωνα με την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ ή/και είναι εντεταγμένες μέσα σε Τόπους Κοινοτικής Σημασίας (Δίκτυο Natura 2000) σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Έτσι, μπορεί να είναι περιοχές που φιλοξενούν αξιόλογα, σπάνια και προστατευόμενα είδη ζώων, φυτών και τύπους οικοτόπων, ενίοτε σε εύθραυστη κατάσταση διατήρησης. Επίσης, τύπους οικοτόπων που αποτελούν ενδιαιτήματα των ειδών προτεραιότητας της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ.
- φιλοξενούν σπάνια, προστατευόμενα και ενδημικά φυτά, οι πληθυσμοί των οποίων είναι μικροί και ευάλωτοι, μεμονωμένα ή ως τμήματα φυσικών οικοτόπων που κατακερματίζονται με την εγκατάσταση μεγάλου αριθμού ανεμογεννητριών.
Ιδιαίτερα επιβαρυντικές μπορεί να είναι οι σωρευτικές επιπτώσεις από μεγάλο αριθμό αιολικών πάρκων στην ίδια ευρύτερη περιοχή (βλ. κεφ. 5 παρακάτω). Οι σωρευτικές επιπτώσεις πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στο στάδιο του αρχικού σχεδιασμού, καθώς οι ΑΠΕ είναι μια ταχέως αναπτυσσόμενη βιομηχανία
1.3. Δυσκολίες πρόβλεψης θανάτων - λειτουργίας μοντέλων
Μετά από όλα όσα αναφέρθηκαν στην παράγραφο 1.2 ανωτέρω, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι καθολική είναι στη βιβλιογραφία η διαπίστωση ότι οι προβλέψεις του κινδύνου πρόσκρουσης, ακόμη και τα πλέον χρησιμοποιούμενα μοντέλα, όπως το μοντέλο Band στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι μόνον ενδεικτικές (Madders & Whitfield, 2006).
Η εξακρίβωση του αριθμού των πτωμάτων των πουλιών είναι έτσι κι αλλιώς ένα εγχείρημα με πολλές δυσκολίες. Επηρεάζεται από την κατάρτιση του ερευνητή πεδίου, το μέγεθος των πουλιών, την ύπαρξη και το ύψος της βλάστησης, που ποικίλει εποχιακά και κρύβει τα πτώματα, τον ρυθμό αποσύνθεσής τους και την ύπαρξη θηρευτών που τρέφονται με πτώματα.
Σχεδόν πάντοτε γίνεται υποεκτίμηση του αριθμού των νεκρών πουλιών, για διάφορους λόγους (Council of Europe 2002):- εάν η αναζήτηση πτωμάτων δεν γίνεται με αυστηρή περιοδικότητα και ανά μικρά χρονικά διαστήματα, η αποσύνθεση των πτωμάτων, που επισπεύδεται από κάποιες καιρικές συνθήκες (π.χ. ζέστη και υγρασία) εμποδίζει την ασφαλή καταμέτρηση και ταυτοποίηση.
- τα πιο μικρόσωμα νεκρά πουλιά είναι λιγότερο διακριτά μέσα στη βλάστηση και βεβαίως αποσυντίθενται πολύ γρηγορότερα, μέσα σε 1-3 μέρες (για στρουθιόμορφα στο μέγεθος του Ψαρονιού το ποσοστό ανεύρεσης εκτιμήθηκε σε 25%-45%, ενώ μεγαλόσωμα νεκρά πουλιά μπορούν να ανευρεθούν ως και 1-2 μήνες μετά). Οι Morrison et al (στο: de Lucas et al 2007) εκτιμούν το χρόνο αποσύνθεσης των μικρών - μεσαίων νεκρών πουλιών σε 1 ως 4 εβδομάδες, αλλά διαπιστώνουν και την εξαφάνιση ακόμη και μεγάλων αρπακτικών μέσα σε ένα περίπου μήνα σε κάποιες περιοχές.
- κάποια από τα νεκρά πουλιά θηρεύονται από άλλα ζώα.
- κάποια πουλιά που προσκρούουν στις ανεμογεννήτριες ενδέχεται να τραυματίζονται σοβαρά, αλλά ωστόσο να πετούν μέχρι κάποια απόσταση και να πεθαίνουν μακριά από την περιοχή μελέτης (αναφέρονται τέτοιες παρατηρήσεις από τους Barrios & Rodriguez στο: de Lucas 2007 ).
Έτσι λοιπόν στα διάφορα μοντέλα θα πρέπει να υπεισέρχεται διορθωτικός παράγοντας για την υποεκτίμηση των πτωμάτων. Γενικώς, η αξιοπιστία και η χρησιμότητα οποιουδήποτε μοντέλου πρόβλεψης προσκρούσεων κρίνεται από την ποιοτική και ποσοτική επάρκεια των δεδομένων που εισάγονται σε αυτό (Percival στο: de Lucas et al 2007). Τέτοια είναι π.χ.:
- ο αριθμός πτήσεων ανά έτος μέσα από το πάρκο στο ύψος του δρομέα (που σημαίνει και προσδιορισμό της συμπεριφοράς «αποφυγής» που εμφανίζουν σε ποικίλο βαθμό τα διάφορα είδη)
- η ταχύτητα πτήσης των πουλιών
- το μέγεθος των πουλιών (μήκος και άνοιγμα φτερών)
- το μέγεθος και ταχύτητα περιστροφής του δρομέα
Γίνεται αντιληπτό ότι απαιτείται εντατική ορνιθολογική μελέτη προ της εγκατάστασης του αιολικού πάρκου, διάρκειας το λιγότερο δύο ετών, έτσι ώστε να καταγραφούν με κάποια ακρίβεια οι πτήσεις όλων των πουλιών που χρησιμοποιούν την περιοχή: επιδημητικά, μεταναστευτικά, φωλιάζοντα, πουλιά που χρησιμοποιούν την περιοχή για αναζήτηση τροφής ή ανάπαυση. Θα πρέπει ακόμη να προσδιοριστεί η συμπεριφορά πτήσης στις διάφορες καιρικές συνθήκες, πράγμα που σημαίνει τροφοδοσία του μοντέλου και με κλιματολογικά και μετεωρολογικά δεδομένα. Επιπλέον, να εισέλθει διορθωτικός παράγων για τον «ρυθμό αποφυγής» από τα πουλιά, ο οποίος ωστόσο χρειάζεται ειδική μελέτη για να προσδιοριστεί (έχει αναπτυχθεί σχετική τεχνική με χρήση ραντάρ ή συσκευές καταγραφής που ενεργοποιούνται με υπέρυθρη ακτινοβολία). Οι Whitfield & Madders (2006) θεωρούν ότι εωσότου γίνει πλήρως κατανοητή η συμπεριφορά αποφυγής, η προσομοίωση (modelling) του κινδύνου πρόσκρουσης έχει περιορισμένη αξία. Η αποφυγή των ανεμογεννητριών από τα πουλιά μειώνει μεν τις πιθανότητες πρόσκρουσης, όμως μπορεί, ειδικά σε περιπτώσεις διαδοχικών ή πολύ εκτεταμένων αιολικών πάρκων, να οδηγεί σε εκτοπισμό των εν λόγω ειδών, δηλαδή στην έμμεση απώλεια ενδιαιτήματος.
Πέρα από τις διάφορες απλουστεύσεις που πρέπει να κάνει κανείς για να υπολογίσει τα δεδομένα τροφοδοσίας των μοντέλων, πρόβλημα προκύπτει και κατά την αναγνώριση πουλιών σε πτήση: τα ποσοστά ταυτοποίησης ποικίλουν, καθώς μπορεί να είναι περισσότερο ορατά και αναγνωρίσιμα σε κάποιους βιοτόπους και λιγότερο σε άλλους, ή ευκολότερο να εντοπιστούν όταν πετούν μέχρι κάποιο ύψος ή σε κάποιες συνθήκες φωτός και υγρασίας. Έτσι, ο κίνδυνος για είδη που είναι πιο κρυπτικά στη συμπεριφορά ή στην εμφάνιση μπορεί να υποεκτιμηθεί (Band et al στο: de Lucas 2007).2. Αμεση απώλεια ενδιαιτημάτων 6
Η κλίμακα της άμεσης απώλειας ενδιαιτημάτων που προκύπτει από την εγκατάσταση ενός αιολικού πάρκου και των συνοδευτικών υποδομών, εξαρτάται από το μέγεθος του έργου και γενικά θεωρείται ότι είναι μικρή ανά βάση ανεμογεννήτριας και 2-5% στο σύνολο της περιοχής (Drewitt & Langston 2006). Έτσι η άμεση απώλεια ενδιαιτημάτων δεν θεωρείται μείζων απειλή για τα πουλιά έξω από περιοχές που έχουν θεσμοθετηθεί (ή πληρούν τα κριτήρια για να θεσμοθετηθούν) ως εθνικής ή διεθνούς σημασίας για τη βιοποικιλότητα, αναλόγως βέβαια και με τις τοπικές συνθήκες και την έκταση που θα απαιτηθούν για το κύριο και για τα συνοδευτικά έργα (Council of Europe 2002, Langston & Pullan 2004).
Αιολικά πάρκα που εγκαθίστανται στην ξηρά περιλαμβάνουν ωστόσο βάσεις ανεμογεννητριών, πύργους, δρόμους πρόσβασης, υποσταθμούς, περιφράξεις, εναέριες γραμμές σύνδεσης με το εθνικό δίκτυο της μεταφοράς του ηλεκτρικού ρεύματος. Η δημιουργία πρόσβασης σε φυσικές περιοχές προκαλεί κατάτμηση των ενδιαιτημάτων που χρησιμοποιούν τα πουλιά και επιπλέον διευκολύνει ανθρώπινες δραστηριότητες όπως η λαθροϋλοτομία, το κυνήγι σε δυσπρόσιτες έως τότε περιοχές, τη λατόμευση κ.α., πράγμα που προκαλεί εκτοπισμό της άγριας ζωής λόγω όχλησης (βλ. κεφ. 3) (ΕΟΕ 2002). Ακόμη, η απώλεια ενδιαιτημάτων που οφείλεται στα συνοδευτικά έργα, μπορεί να προκαλέσει τοπικές υδρολογικές αλλοιώσεις σε ευαίσθητες περιοχές ή διαβρωτικά φαινόμενα (ΕΟΕ 2002, Drewitt & Langston 2006). Και σε χερσαίες και σε θαλάσσιες περιοχές, η αθροιστική απώλεια ή υποβάθμιση ευαίσθητων ενδιαιτημάτων ή ενδιαιτημάτων με μεγάλη χρήση από τα πουλιά π.χ. διατροφής, από την εγκατάσταση μεγάλου αριθμού ανεμογεννητριών / αιολικών πάρκων αποτελεί θέμα προβληματισμού (Council of Europe 2002, Langston & Pullan 2004).3. Εκτοπισμός λόγω όχλησης
Τα αποτελέσματα που επιφέρουν τα αιολικά πάρκα είναι ποικίλα και διαφορετικά ανά είδος πουλιού, ανά εποχή και ανά περιοχή. Η όχληση μπορεί να οδηγήσει σε εκτοπισμό και αποκλεισμό από κατάλληλα για τα είδη ενδιαιτήματα, εν τέλει ουσιαστικά σε έμμεση απώλεια ενδιαιτήματος. Η κλίμακα αυτής της απώλειας, σε συνδυασμό με το βαθμό διαθεσιμότητας άλλων κατάλληλων για τα εκδιωκόμενα είδη, καθορίζουν τη σοβαρότητα της επίπτωσης (Council of Europe 2002, Strickland στο: Proceedings of the Wind Energy and Birds/Bats Workshop: Understanding and Resolving Bird and Bat Impacts 2004). Ο εκτοπισμός μπορεί να συμβεί τόσο κατά τη φάση κατασκευής του αιολικού πάρκου με τα διάφορα κατασκευαστικά έργα και τη συνεπακόλουθη όχληση (θόρυβος από χωματουργικές και σκαπτικές εργασίες, σκόνη, κυκλοφορία οχημάτων και ανθρώπων), όσο και κατά τη φάση λειτουργίας του.
Ο εκτοπισμός στη φάση λειτουργίας προκαλείται από την παρουσία των ανεμογεννητριών αυτή καθεαυτή και την οπτική όχληση (visual intrusion), τον θόρυβο και τη δόνηση που προκαλούν. Επίσης, από την κυκλοφορία οχημάτων και προσωπικού που σχετίζεται με τη λειτουργία και τη συντήρηση του πάρκου (Drewitt & Langston 2006). Στην Ευρώπη ο εκτοπισμός των πουλιών μέσα και γύρω από τα αιολικά πάρκα θεωρείται ότι έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις από τους άμεσους θανάτους λόγω πρόσκρουσης (Strickland στο: Proceedings of the Wind Energy and Birds/Bats Workshop: Understanding and Resolving Bird and Bat Impacts 2004, Johnson et al στο: de Lucas 2007).
Λίγες μελέτες επάνω στο θέμα του εκτοπισμού καταλήγουν σε σαφή συμπεράσματα, κυρίως λόγω της έλλειψης εξίσου αξιόπιστων δεδομένων «πριν» και «μετά». Ωστόσο υπάρχουν αρκετές μελέτες που υποδεικνύουν αρνητικές επιπτώσεις (μείωσης χρήσης της περιοχής από τα πουλιά, απουσία των πουλιών) μέχρι περίπου 600 ως και 800 μέτρα από τις ανεμογεννήτριες. Η απόσταση αυτή μπορεί να μοιάζει μικρή, αλλά σε εκτενή ή πολυάριθμα αιολικά πάρκα στην ίδια ευρύτερη περιοχή, μπορεί αθροιστικά να είναι πολύ σημαντική (Langston & Pullan 2004). Αλλες μελέτες επεκτείνουν τις ζώνες αρνητικής επιρροής των αιολικών πάρκων ως 3 ή και 5 χιλιόμετρα για συγκεκριμένα φωλιάζοντα είδη, και μάλιστα οι αρχές προτείνουν αντίστοιχους περιορισμούς (Strickland στο: Proceedings of the Wind Energy and Birds/Bats Workshop: Understanding and Resolving Bird and Bat Impacts 2004, Johnson et al στο: de Lucas 2007).
Ως προς τον εκτοπισμό πουλιών που αναζητούν τροφή ή τόπο ανάπαυσης, υπάρχουν αρκετές μελέτες που δείχνουν, στατιστικά σημαντικά, αρνητικά αποτελέσματα. Μελέτες πάνω στον εκτοπισμό αναπαραγόμενων πουλιών δεν έδειξαν σαφή αποτελέσματα, ωστόσο αυτό μπορεί να οφείλεται στην υψηλή «προσκόληση» στον τόπο αναπαραγωγής των ειδών που μελετήθηκαν σε συνδυασμό με τον μεγάλο χρόνο ζωής τους, πράγμα που σημαίνει ότι οι αληθινές επιπτώσεις της όχλησης πάνω στα αναπαραγόμενα πουλιά διαπιστώνεται σε μάκρος χρόνου (Drewitt & Langston 2006). Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Janss στο: (Janss στο: PNA WPPM-III 2000), που διαπιστώνει ότι όταν τα πουλιά που φωλιάζουν σε μια τέτοια περιοχή επιδεικνύουν μεγάλη φιλοπατρία (site fidelity)7 στην περιοχή αναπαραγωγής τους, μπορεί να περάσει μια γενιά μέχρι να εκδηλωθεί η συμπεριφορά αποφυγής της περιοχής του πάρκου και της ευρύτερης ζώνης. Έτσι, η όχληση μπορεί να προκαλέσει αλλαγή στη σύνθεση των ειδών σε μακρόχρονη προοπτική. Υπάρχουν ωστόσο και μελέτες που δείχνουν σημαντικότερο εκτοπισμό στα φωλιάζοντα από ότι στα διατρεφόμενα πουλιά, όπως αυτή των Whitfield & Madders (2006) που αναφέρουν κάτι τέτοιο για τον Βαλτόκιρκο σε περιοχή της Ιρλανδίας.
Υπάρχουν ενδείξεις από έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί, ότι κάποια είδη «μαθαίνουν» να αποφεύγουν τις ανεμογεννήτριες, ενώ άλλα όχι. Οι Lawrence et al (στο de Lucas et al 2007) βρίσκουν π.χ. ότι ο Καστανοκέφαλος γλάρος και ο Ασημόγλαρος δεν «μαθαίνουν», ενώ η Πουπουλόπαπια8 (Somateria molissima) μαθαίνει να αποφεύγει τις ανεμογεννήτριες με το πέρασμα του χρόνου. Ωστόσο το θέμα αυτό είναι ελάχιστα μελετημένο.
Τα αποτελέσματα του εκτοπισμού μελετώνται καλύτερα με το πρότυπο BACI (Before-After-Control-Impact), ήτοι: ΠΜΕΕ (Πριν-Μετά-Έλεγχος-Επίπτωσης), που περιλαμβάνει έρευνα των αριθμών και της συμπεριφοράς των πουλιών στην περιοχή του αιολικού πάρκου και σε μια παρόμοια περιοχή - μάρτυρα, πριν και μετά την κατασκευή. Μελέτες επιπτώσεων που λαμβάνουν χώρα χωρίς να υιοθετηθεί αυτό το πρότυπο είναι λιγότερο αξιόπιστες. Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας μελέτης θα είναι περισσότερο αξιόπιστα όταν καταγράφονται επί κάποια έτη, ώστε να διαφοροποιηθεί και ο προσωρινός εκτοπισμός (στη φάση κατασκευής) από τον πιο μόνιμο (Whitfield & Madders 2006).
Το φαινόμενο του εκτοπισμού, δηλαδή η έμμεση απώλεια ενδιαιτημάτων, έχει μεγαλύτερη επίπτωση όταν τα πουλιά που εκτοπίστηκαν δεν βρίσκουν στην εγγύς περιοχή άλλα κατάλληλα για εκείνα ενδιαιτήματα.4. Λειτουργία των αιολικών πάρκων ως «φραγμών» στις μετακινήσεις των πουλιών
Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ανεμογεννήτριες δρουν ως φραγμοί στη μετακίνηση των πουλιών. Αντί τα πουλιά να πετούν ανάμεσα στις ανεμογεννήτριες, πετούν γύρω και έξω από την ομάδα των ανεμογεννητριών. Το γεγονός ότι τα πουλιά αναγκάζονται να μεταβάλουν τις μεταναστευτικές τους οδούς ή τις τοπικές τους εναέριες διαδρομές, είναι επίσης ένα είδος εκτοπισμού. Το φαινόμενο αυτό αποκτά βαρύνουσα σημασία όταν οι «φραγμοί» αυτοί αθροίζονται από πολλά ή/και μεγάλα αιολικά πάρκα στην ίδια ευρύτερη περιοχή ή κατά μήκος μιας μεταναστευτικής οδού. Προκαλεί ανησυχία διότι η παρέκκλιση από τη «βέλτιστη» εναέρια διαδρομή, επιφέρει αύξηση της ενεργειακής δαπάνης από πλευράς των πουλιών (με επακόλουθη μείωση του διαθέσιμου χρόνου για άλλες ζωτικές δραστηριότητές τους) και την εν δυνάμει διάσπαση της συνέχειας των πιο απομακρυσμένων περιοχών διατροφής, κουρνιάσματος, πτερόρροιας και αναπαραγωγής, που κατά τα άλλα δεν επηρεάζονται από το αιολικό πάρκο. Ο βαθμός κατά τον οποίο λαμβάνει χώρα το φαινόμενο του «φραγμού» ποικίλει ανάλογα με το είδος, τον τύπο της μετακίνησης, το ύψος πτήσης, την απόσταση από τις ανεμογεννήτριες, τον σχεδιασμό και την κατάσταση λειτουργίας τους, την ώρα της ημέρα και την κατεύθυνση και ισχύ των ανέμων. Ποικίλει δε, από μια απλή παρέκκλιση στην κατεύθυνση, το ύψος ή την ταχύτητα πτήσης, έως και σημαντικές παρακάμψεις που μπορούν να προκαλέσουν μείωση του αριθμού των πουλιών που χρησιμοποιούν την περιοχή πέρα από τα αιολικά πάρκα (Drewitt & Langston 2006, Council of Europe 2002, Langston & Pullan 2004, de Lucas et al στο de Lucas et al 2007, Exo et al 2003, Dirksen et al στο: de Lucas 2007).
Όσο περισσότερες είναι οι ανεμογεννήτριες, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανές επιπτώσεις από την όχληση και τα αποτελέσματα «φραγμού». Εν τέλει, τα φαινόμενα αυτά μπορούν να επηρεάσουν τη φυσική κατάσταση των πουλιών (μείωση ενεργειακών αποθεμάτων, εξάντληση) και τελικά να προκαλέσουν αλλαγές στα μεγέθη των πληθυσμών (Harte et al 2006, Drewit & Langston 2006). Σε χώρες - όπως η Ελλάδα - που βρίσκονται πάνω στις μεταναστευτικές διαδρομές των πουλιών μεταξύ Ευρώπης - Αφρικής, οι επιπτώσεις των αιολικών πάρκων παύουν να έχουν τοπική ή εθνική σημασία, και επηρεάζουν τη διατήρηση ειδών σε ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο επίπεδο, δημιουργώντας αυξημένες ευθύνες για τη χώρα μας.5. Σωρευτικές επιπτώσεις από την εγκατάσταση μεγάλου αριθμού αιολικών πάρκων
Είναι εντυπωσιακό ότι από όποια σκοπιά και αν προέρχεται η οποιαδήποτε έρευνα πάνω στο θέμα «ανεμογεννήτριες και πουλιά» (από τη σκοπιά της επένδυσης ή της προστασίας της φύσης), και ανεξάρτητα από το αν αυτή συμπεραίνει ότι οι επιπτώσεις των αιολικών πάρκων στα πουλιά είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες, καθολικά ομόφωνη είναι η επισήμανση της σπουδαιότητας που έχει η εκτίμηση των σωρευτικών επιπτώσεων που θα υπάρξουν από τον συνδυασμό μεγάλου αριθμού αιολικών πάρκων. Το θέμα των σωρευτικών επιπτώσεων των αιολικών πάρκων προβάλλεται ολοένα και εντονότερα, καθώς η αιολική βιομηχανία φαίνεται να επεκτείνεται με γοργό ρυθμό.
Η ανάλυση των σωρευτικών επιπτώσεων περιλαμβάνει τη μελέτη της αλληλεπίδρασης των αιολικών πάρκων, άλλων χρήσεων γης και της οικολογίας των πουλιών. Οι επιπτώσεις των ανεμογεννητριών στα πουλιά μπορεί να είναι (NWCC 1999, Environment Canada 2006):- αθροιστικές, αυξάνοντας τη θνησιμότητα, την απώλεια ενδιαιτημάτων και τον εκτοπισμό των πουλιών
- επιπτώσεις συνέργιας, όταν δηλαδή ένα αιολικό πάρκο σε συνδυασμό με άλλο πάρκο ή άλλη χρήση γης προκαλεί συνολική θνησιμότητα, απώλεια ενδιαιτημάτων και εκτοπισμό μεγαλύτερα από το άθροισμα της θνησιμότητας, απώλειας ενδιαιτημάτων και εκτοπισμού που προκαλεί η κάθε μία περίπτωση μεμονωμένα
Έτσι, όταν κάνουμε εκτίμηση σωρευτικών επιπτώσεων από ένα αιολικό πάρκο, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, όχι μόνο άλλα αιολικά πάρκα, αλλά και οποιαδήποτε άλλη υποδομή, έργο, δραστηριότητα ή χρήση γης που έχει επίπτωση στη βιολογία και οικολογία των πουλιών, είτε αυτά είναι ήδη σε φάση κατασκευής ή λειτουργίας, είτε είναι εγκεκριμένα προς κατασκευή, είτε είναι προτεινόμενα (Environment Canada 2006). Έτσι, είναι φανερό ότι πρέπει να συνεκτιμώνται και άλλες δομές, όπως πύργοι τηλεπικοινωνιών, ηλεκτροφόρα καλώδια, άλλα έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας όπως μικρά υδροηλεκτρικά έργα ή φωτοβολταϊκά, αλλά και χρήσεις γης που προκαλούν επίσης απώλεια ενδιαιτημάτων (π.χ. εντατική γεωργία, οικιστική ανάπτυξη, οδοποιία) και/ή ενόχληση.
Θα πρέπει, οι επιπτώσεις στα πουλιά, να εκτιμώνται με αναφορά στη δυναμική πληθυσμών (ακόμη και σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο) και τη συμπεριφορά των πουλιών, έτσι ώστε να κρίνεται η σπουδαιότητά τους. Για παράδειγμα, μείωση του πληθυσμού ενός είδους που παρατηρείται επί αρκετά έτη, ενδεχομένως να σημαίνει ότι για το συγκεκριμένο είδος ο συνδυασμός όλων των «πιέσεων» και απειλών να έχει ξεπεράσει το όριο που διασφαλίζει τη βιωσιμότητά του και ότι οποιαδήποτε αιτία θνησιμότητας από το σημείο αυτό και μετά είναι ανεπίτρεπτη (Strickland στο: Proceedings of the Wind Energy and Birds/Bats Workshop: Understanding and Resolving Bird and Bat Impacts 2004, Environment Canada 2006). Οι σωρευτικές επιπτώσεις των αιολικών πάρκων στα ευαίσθητα ή προστατευόμενα είδη αποτελεί σοβαρό πρόβλημα διατήρησης (Council of Europe 2002, Percival στο: de Lucas 2007, Barrios & Rodriguez στο: de Lucas 2007).
Το πόσο μεγάλο είναι το εύρος της περιοχής στην οποία πρέπει να κάνουμε εκτίμηση των σωρευτικών επιπτώσεων είναι κάτι υποκειμενικό. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς θεωρητικά, ότι λόγω της ραγδαίας επέκτασης των αιολικών πάρκων θα έπρεπε να γίνει μια παγκόσμια Στρατηγική Εκτίμηση Επιπτώσεων. Τότε, θα έπρεπε να παραδεχτούμε, ότι υπάρχουν μεγάλα κενά γνώσης σχετικά με τις μεταναστευτικές οδούς των πουλιών (και ακόμη περισσότερο σχετικά με τη μεταναστευτική συμπεριφορά των νυχτερίδων), γεγονός που δυσχεραίνει την εκτίμηση των σωρευτικών επιπτώσεων της αιολικής βιομηχανίας στην άγρια ζωή (GAO 2005). Και σε εθνικό επίπεδο όμως οι μεταναστευτικοί δρόμοι και πληθυσμοί των πουλιών χρήζουν περισσότερης μελέτης και τεκμηρίωσης (ΕΟΕ 2007). Αυτή η μελέτη και τεκμηρίωση θα πρέπει κανονικά να προηγείται και να ληφθεί υπόψη κατά τη σύνταξη του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ και/ή κατά τη Στρατηγική Εκτίμηση Επιπτώσεων της Αιολικής Βιομηχανίας στην Ελλάδα. Το βέβαιο είναι ότι σε μια περιοχή π.χ. Πελοπόννησος ή τμήμα της Πελοποννήσου, για την οποία έχουν προγραμματιστεί πολλές αιολικές εγκαταστάσεις, δεν έχει κανένα νόημα η Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων της κάθε μίας μόνο σε μεμονωμένη βάση.6. Γενικά συμπεράσματα και προτάσεις
6.1. Αναγκαιότητα ειδικής μελέτης για κάθε περιοχή
Σημαντικά κενά στη βιβλιογραφία καθιστούν δύσκολη για τους επιστήμονες την εξαγωγή συμπερασμάτων για τις επιπτώσεις των αιολικών πάρκων στην άγρια ζωή γενικά. Επιπλέον, συμπεράσματα μελετών σε μια περιοχή σπανίως μπορεί να θεωρηθεί ότι ισχύουν σε άλλες περιοχές, λόγω διαφορών σε ειδικές για την κάθε περιοχή συνθήκες, όπως είναι η τοπογραφία, ο τύπος και αριθμός των παρόντων ειδών πουλιών, το είδος των ανεμογεννητριών (GAO 2005). Στη σχετική βιβλιογραφία είναι διαδεδομένη η ομοφωνία στο ότι η κάθε περιοχή που προτείνεται για εγκατάσταση αιολικού πάρκου πρέπει να μελετάται διεξοδικά ως ειδική περίπτωση, επειδή είναι πολλοί οι παράγοντες που δημιουργούν επικινδυνότητα για τα πουλιά (Drewitt & Langston 2006, Higgins et al στο: de Lucas et al 2007, Barrios & Rodriguez στο: de Lucas 2007).
6.2 Κρισιμότητα επιλογής θέσης - αποφυγή Σημαντικών για τα Πουλιά Περιοχών
Είναι διαδεδομένη στη σχετική βιβλιογραφία η ομοφωνία ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί στην επιλογή της θέσης (αρχή της πρόληψης) με την αποφυγή περιοχών που είναι σημαντικές για την ορνιθοπανίδα (European Council 2002). Είναι ενδιαφέρον ότι όποια κι αν είναι η αφετηρία των σχετικών ερευνών (π.χ. τεχνικά χαρακτηριστικά ανεμογεννητριών, τοπογραφικά στοιχεία, συγκεκριμένοι τόποι με αιολικά πάρκα ή συγκεκριμένα είδη, καθολικό είναι το συμπέρασμα ότι κατά τη χωροθέτηση των αιολικών πάρκων θα πρέπει να αποφεύγονται οι περιοχές που χρησιμοποιούνται πολύ από τα πουλιά και είναι σημαντικές για τη διατροφή, το κούρνιασμα και την ανάπαυση, την αναπαραγωγή και τη μετανάστευσή τους (Johnson et al στο: de Lucas et al 2007, ΕΟΕ 2007, Birdlife International 2005, Drewitt & Langston 2006).
6.3 Αναγκαιότητα επαρκών δεδομένων βάσης, επαρκούς ορνιθολογικής μελέτης και μετέπειτα παρακολούθησης
Για την διεξαγωγή συμπερασμάτων είναι αναγκαία επαρκή δεδομένα βάσης (baseline data) και επαρκής ορνιθολογική μελέτη προ της κατασκευής ενός αιολικού πάρκου ώστε να έχει νόημα η οποιαδήποτε μετέπειτα παρακολούθηση και εκτίμηση του πλήθους και της σοβαρότητας των επιπτώσεων (Langston & Pullan 2004, Janss στο: PNA WPPM-III 2000). Η βασική διερευνητική ορνιθολογική μελέτη θα πρέπει να έχει διάρκεια τουλάχιστον ενός έτους (Council of Europe 2002) και εάν υπάρχουν βάσιμες υποθέσεις για μεγάλες διακυμάνσεις των πληθυσμών των σημαντικών ειδών στην περιοχή για διάφορους λόγους, ή από την περιοχή διέρχονται πληθυσμοί μεταναστευτικών ειδών, η απαιτούμενη διάρκεια θα πρέπει να αυξάνεται κατά περίπτωση (τουλάχιστον σε 2 χρόνια σε Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά και όπου υπάρχουν ενδείξεις μεταναστευτικών μετακινήσεων). Σε κάθε περίπτωση η διάρκεια της μελέτης πρέπει να είναι τόση όση χρειάζεται για να προσδιοριστεί επαρκώς η χρήση της περιοχής από τα είδη προτεραιότητας και άλλα σημαντικά είδη, και το εάν και ποια είδη αναμένεται να επηρεαστούν από την εγκατάσταση και τη λειτουργία του πάρκου και σε ποιο βαθμό, τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα.
Στην περίπτωση κατασκευής αιολικού πάρκου η συστηματική ορνιθολογική παρακολούθηση μετά την έναρξη λειτουργίας σε κάθε αιολικό πάρκο, είναι απαραίτητη για την εκτίμηση οποιωνδήποτε επιπτώσεών του στην ορνιθοπανίδα.
Για την παρακολούθηση της συμπεριφοράς πτήσης, της αποφυγής και των θανατώσεων λόγω πρόσκρουσης στις ανεμογεννήτριες, χρησιμοποιούνται τεχνικές που συνίστανται:- στην ανθρώπινη παρατήρηση (από ξηράς ή από θαλάσσης ανάλογα με τη θέση του αιολικού πάρκου)
- στην καταγραφή με απλής κάμερας σε συνδυασμό με αισθητήρα υπερύθρων,
- σε τεχνικές που βασίζονται στη μεμονωμένη ή στη συνδυασμένη χρήση ραντάρ, κάμερας υπερύθρων ακτινοβολιών, και ακουστικής παρακολούθησης (στις ακουστικές τεχνικές οι ηχογραφήσεις αναλύονται με το αυτί ή με φασματογραφία)
με στόχο τον πληρέστερο προσδιορισμό του αριθμού και των κινήσεων των πουλιών και την ταυτοποίησή τους, σε όλες τις καιρικές συνθήκες, περιλαμβανομένων των συνθηκών χαμηλής ορατότητας, βροχής, ομίχλης και κατά τη νύχτα. (Langston 2002, Janss 2002, Drewitt & Langston 2006, Strickland et al in: de Lucas 2007, Dirksen et al in: de Lucas 2007, de Lucas et al in: de Lucas et al 2007). Είναι βέβαια φανερό ότι όσο υψηλότερη είναι τεχνολογία των τεχνικών που χρησιμοποιούνται, τόσο αυξάνεται το κόστος και οι απαιτήσεις τεχνολογικής υποστήριξης της παρακολούθησης, λόγοι για τους οποίους η χρήση τους εξακολουθεί να είναι σχετικά περιορισμένη.
Στην Ελλάδα δεν έχουν ακόμη υιοθετηθεί προδιαγραφές για την μελέτη βάσης αλλά και την μελέτη παρακολούθησης των επιπτώσεων στην περίπτωση κατασκευής, σύμφωνα με τις αποδεκτές διεθνείς πρακτικές, και οπωσδήποτε σύμφωνα με την πρακτική BACI (Before - After Control Impact) και τις τοπικές, ανά περίπτωση, ειδικές συνθήκες.
1 σπάνιων και απειλούμενων
2 Οι πληθυσμοί των γυπών στην Ισπανία βρίσκονται σε πολύ καλύτερα επίπεδα από την Ελλάδα κυρίως μετά από τα επιτυχημένα προγράμματα επανεισαγωγής και τροφικής ενίσχυσης.
3 Λόγω των τεχνικών δυσκολιών που παρουσιάζει η έρευνα της μετανάστευσης και των ιδιαίτερων απαιτήσεων σε εξειδικευμένο εξοπλισμό, τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα δεδομένα για τη χώρα μας δεν είναι επαρκή για να ποσοτικοποιηθούν οι πληθυσμοί των πτηνών που μεταναστεύουν πάνω από συγκεκριμένες ζώνες και να αναγνωρισθούν με ακρίβεια οι ζώνες και τα υψόμετρα διέλευσής τους εποχιακά. Με εξαίρεση ελάχιστες περιοχές της χώρας μας, όπως οι χερσόνησοι της Νότιας Πελοποννήσου, τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα, το Δέλτα του Έβρου και το ανατολικό τμήμα του Ν. Έβρου, που με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία ήδη θεωρούνται ως σημαντικά μμεταναστευτικά περάσματα, δεν είναι δυνατός στην παρούσα φάση ο ακριβής προσδιορισμός όλων των σχετικών ζωνών. Για να επιτευχθεί ο προσδιορισμός των σημαντικών μεταναστευτικών περασμάτων της χώρας μας, θα πρέπει να προηγηθεί διεξοδική καταγραφή της μετανάστευσης με χρήση διεθνώς παραδεκτών μεθόδων όπως η δακτυλίωση, η τηλεμετρία (ραδιοπαρακολούθηση) και οι καταγραφές με ραντάρ και η άμεση παρατήρηση σε κατάλληλες θέσεις.
4 Είδος συγγενικό με τον απαντώμενο στην Β. Ελλάδα λαγόγυρο.
5 Είδος αντίστοιχο με την ευρωπαϊκή γερακίνα και αντίστοιχα εξίσου κοινό με αυτήν
6 Οι περιοχές όπου εγκαθίστανται οι ανεμογεννήτριες αλλοιώνονται μη αντιστρεπτά. Υπάρχει μάλιστα ο κίνδυνος δημιουργίας νεκροταφείων ανεμογεννητριών καθώς μετά από 20 χρόνια ζωής το κόστος αντικατάστασης μπορεί να είναι ασύμφορο και να παραμείνουν όλες οι υποδομές. Σ' αυτό συντείνει και η έλλειψη νομοθεσίας στην Ελλάδα σχετικά με την δέσμευση για αποκατάσταση των ενδιαιτημάτων από τον κατασκευαστή.
7 Τα περισσότερα αρπακτικά πουλιά επιδεικνύουν φιλοπατρία ακόμη και αν έχει αλλάξει σε κάποιο βαθμό η περιοχή αναπαραγωγής.
8 Είδος της βόρειας Ευρώπης που είναι τυχαίος επισκέπτης στην χώρας μαςΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Band, W., M. Madders and D.P. Whitfield. Developing field and analytical methods to assess avian collision risk at wind farms. Σελ. 259-275 Στο: de Lucas, M., G.F.E. Janss and M. Ferrer (editors). Birds and windfarms : Risk assessment and mitigation. 2007. Quercus, Madrid. 275 pp.
Barrios, L. and A. Rodriguez (στο: de Lucas 2007). Σελ. 229-239 Στο: de Lucas, M., G.F.E. Janss and M. Ferrer (editors). Birds and windfarms : Risk assessment and mitigation. 2007. Quercus, Madrid. 275 pp.
Birdlife International. Position Statement on Wind Farms and Birds. Adopted by the BirdLife Birds and Habitats Directive Task Force on 9 December 2005. California Energy Commission. 2002. Golden Eagles in a perilous landscape: predicting the effects of mitigation for wind turbine blade-strike mortality. Consultant report prepaired by G. Hunt.
Centre for Evidence - Based Conservation (CEBC). 2005. Effects of wind turbines on bird abundance: Review report. Systematic Review No. 4. Διαθέσιμο στον ιστόποπο: https://www.environmentalevidence.org
Council of Europe. 2002. Windfarms and birds: an analysis of the effects of windfarms on birds, and guidance on environmental assessment criteria and site selection issues. Convention on the conservation of European wildlife and natural habitats. Standing Committee Meeting No 22, Strasburg, 2-5 December 2002 {T-PVS/Inf (2002) 30 revised}
Couzens D. 2005. Bird migration. 135 pp. New Holland Publishers (UK)
De Lucas, M., G. Janss and M. Ferrer. Wind farm effects on birds in the Strait of Gibraltar. Σελ. 219-227 Στο: de Lucas, M., G.F.E. Janss and M. Ferrer (editors). Birds and windfarms : Risk assessment and mitigation. 2007. Quercus, Madrid. 275 pp.
Dirksen, S, A.L. Spaans and J.V.D. Winden. Collision risks for diving ducks at semi-offshore wind farms in freshwater lakes: a case study. Σελ. 201-218 Στο: de Lucas, M., G.F.E. Janss and M. Ferrer (editors). Birds and windfarms : Risk assessment and mitigation. 2007. Quercus, Madrid. 275 pp.
Drewitt, A.L. and R.H.W. Langston. 2006. Assessing the impacts of wind farms on birds. Ibis: 148 (s1), p.p. 29-42
Environment Canada - Canadian Wildlife Service. 2006. Wind turbines and birds: A guidance document for Environmental Assessment. V.8.1 July 2006. 50 σελ. Διαθέσιμο στον ιστόποπο: https://www.canwea.ca/images/uploads/File/
Resources/Wind_Turbines_and_Birds_Guidance_Document_FINAL.PDF
Erickson, W.P., G.D. Johnson, M.D. Strickland, D.P. Young Jr., K.J. Sernka and R.E. Good. 2001. Avian collisions with wind turbines: a summary of existing studies and comparisons to other sources of avian collision mortality in the United States. 2001. National Wind Coordination Committee. Resource Document.
Exo, K.-M., Huppop, O. & Garthe, S. 2003. Birds and offshore wind farms: a hot topic in marine ecology. Wader Study Group Bull. 100: 50-53.
GAO-United States Government Accountability Office.2005. Wind power impacts on wildlife and Government responsibilities for regulating development and protecting wildlife. Report to Congressional requesters. GAO-05-906. Διαθέσιμο στον ιστόποπο: https://www.gao.gov/
Harte M., Mulder, S. & van den Wittenboer, W., 2006. Overall report Baseline Studies Near Shore Windfarm (NSW). Projectorganization MEP NSW. 47 σελ. Διαθέσιμο στον ιστόποπο: https://www.senternovem.nl/mmfiles/Overall_report_
baseline_studies_Near_Shore_Wind_Farm_NSW_tcm24-194669.pdf
Haas D., M. Nipkow, G. Fiedler, R. Schneider, W. Haas, B. Schurenberg. 2005. Protcting birds from powerlines. 68 pp. Council of Europe Publishing.
Higgins, K.F, R.G. Osborn and D.E. Naugle. Effects of wind turbines on birds and bats in Southwestern Minnesota, U.S.A. Σελ. 153-175 Στο: de Lucas, M., G.F.E. Janss and M. Ferrer (editors). Birds and windfarms : Risk assessment and mitigation. 2007. Quercus, Madrid. 275 σελ.
Janss, G. 2002. Bird behaviour in and near a wind farm at Tarifa, Spain: Management considerations. Σελ: 110-114 in PNA WPPM-III. 2000. Proceedings of National Avian-Wind Power Planning Meeting III, San Diego, California, May 1998. Prepared for the Avian Subcommittee of the National Wind Coordination Committee by LGL Ltd, King City, Ont. 202 pp.
Johnson,G., M.D. Strickland, W. P. Erickson and D.P. Young. Use of data to develop mitigation measures for wind power development impacts to birds. Σελ. 241-257 Στο: de Lucas, M., G.F.E. Janss and M. Ferrer (editors). Birds and windfarms : Risk assessment and mitigation. 2007. Quercus, Madrid. 275 pp.
Langston, R. 2002. Wind energy and birds: results and requirements. RSPB Research Report No 2.
Langston, R.H.W. and J.D. Pullan. 2004. Effects of wind farms on birds. Convention on the Conservation of European Wildlife and Habitats (Bern Convention). Nature and Environment, No 139. Council of Europe Publishing.
Lawrence, E.S., S. Painter and B. Little. Responses of birds to the wind farm at Blyth Harbour, Northumberland, UK. Σελ. 47-70 Στο: de Lucas, M., G.F.E. Janss and M. Ferrer (editors). Birds and windfarms : Risk assessment and mitigation. 2007. Quercus, Madrid. 275 pp.
Lekuona, J.M. and C. Ursua. Avian mortality in wind power plants of Navarra (Northern Spain). Σελ. 177-192 Στο: de Lucas, M., G.F.E. Janss and M. Ferrer (editors). Birds and windfarms: Risk assessment and mitigation. 2007. Quercus, Madrid. 275 pp.
Morrison, M.L., K.C. Sinclair and C.G Thelander,. A sampling framework for conducting studies of the influence of wind energy developments on birds and other animals. Σελ. 101-115 Στο: de Lucas, M., G.F.E. Janss and M. Ferrer (editors). Birds and windfarms : Risk assessment and mitigation. 2007. Quercus, Madrid. 275 pp.
National Wind Coordination Committee. 1999. Studying wind energy/bird interactions: a guidance document. 94σελ. Διαθέσιμο στον ιστότοπο: https://www.nrel.gov/docs
/fy00osti/27136.pdf
National Wind Coordination Committee. November 2004. Wind turbine interactions with birds and bats: a summary of research results and remaining questions. Concensus Document. Factsheet: Second Edition.
Percival, S.M. Predicting the effects of windfsrms on birds in the UK: The development of an objective assessment method. Σελ. 137-152 Στο: de Lucas, M., G.F.E. Janss and M. Ferrer (editors). Birds and windfarms : Risk assessment and mitigation. 2007. Quercus, Madrid. 275 pp.
Richardson, WJ. Bird Migration and Wind Turbines: Migration Timing, Flight Behaviour, and Collision Risk. Σελ. 132-140 στο: PNA WPPM-III. 2000. Proceedings of National Avian-Wind Power Planning Meeting III, San Diego, California, May 1998. Prepared for the Avian Subcommittee of the National Wind Coordination Committee by LGL Ltd, King City, Ont. 202 pp.
Ruiz, C., S. Schindler and K. Poirazidis. 2005. Impact of wind farms on birds in Thrace, Greece. Technical Report, 2005. WWF Greece, Athens.
Sterner, D, S. Orloff, and L. Spiegel. Wind turbine collision research in the United States. Σελ. 81-100 Στο: de Lucas, M., G.F.E. Janss and M. Ferrer (editors). Birds and windfarms : Risk assessment and mitigation. 2007. Quercus, Madrid. 275 pp.
Strickland, D. Non-fatality and habitat impacts on birds from wind energy developments. Σελ: 34-38 Στο: Proceedings of the Wind Energy and Birds/Bats Workshop: Understanding and Resolving Bird and Bat Impacts. Washington, DC. May 18-19, 2004. Prepared by RESOLVE, Inc., Washington, D.C., Susan Savitt Schwartz, ed. September 2004. Διαθέσιμο στον ιστότοπο: https://www.awea.org/pubs/documents/
WEBBProceedings9.14.04%5BFinal%5D.pdf
Strickland, M.D., W. Erickson, D. Young and G. Johnson. Selecting study designs to evaluate the effect of windpower on birds. Σελ. 117-136 Στο: de Lucas, M., G.F.E. Janss and M. Ferrer (editors). Birds and windfarms : Risk assessment and mitigation. 2007. Quercus, Madrid. 275 pp.
Thelander, C.G. and K.S. Smallwood. The Altamont Pass Wind Resource area's effects on birds. Σελ. 25-46 Στο: de Lucas, M., G.F.E. Janss and M. Ferrer (editors). Birds and windfarms : Risk assessment and mitigation. 2007. Quercus, Madrid. 275 pp.
Whitfield, D.P. & Madders, M. 2006. A review of the impacts of wind farms on hen harriers Circus cyaneus and an estimation of collision avoidance rates. Natural Research Information Note 1 (revised). Natural Research Ltd, Banchory, UK. Διαθέσιμο στον ιστότοπο: https://www.natural-research.org/documents/
NRIN_1_whitfield_madders.pdf
Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2000. Διαχείριση των περιοχών του δικτύου NATURA 2000. Οι διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τα ενδιαιτήματα.96 σελ. Υπηρεσία Επίσημων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία. 2007. Θέσεις και σχόλια της ΕΟΕ στα πλαίσια της δημόσιας διαβούλευσης για το ειδικό χωροταξικό πλαίσιο των Α.Π.Ε. Διαθέσιμο στον ιστότοπο: https://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?aID=402Θέσεις και σχόλια της ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗΣ στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης για το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο των Α.Π.Ε.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ, ως Περιβαλλοντική ΜΚΟ, που εδώ και 25 έτη αγωνίζεται για την προστασία της ελληνικής φύσης, αλλά και ως εθνικός εταίρος της BirdLife International, της μεγαλύτερης παγκόσμιας ομοσπονδίας με σημαντική συνεισφορά στην προώθηση της προστασίας της βιοποικιλότητας του πλανήτη μας, είναι απολύτως σύμφωνη με το στρατηγικό στόχο που έχει θέσει η ΕΕ για τα Κράτη-Μέλη, για σταδιακή αύξηση του ποσοστού παραγόμενης ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές. Όμως θεωρεί ότι ο στόχος αυτός δεν θα πρέπει να βρίσκεται σε αντιδιαστολή με τον άλλο στόχο που έχει θέσει η ΕΕ, για αναστροφή της τάσης μείωσης της βιοποικιλότητας, μέχρι το 2010.
Η υιοθέτηση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τη χωροθέτηση των υποδομών εκμετάλλευσης ΑΠΕ είναι κατ' αρχή μία πολύ θετική ενέργεια προς την κατεύθυνση της οργάνωσης των σχετικών διαδικασιών, θα πρέπει όμως να βελτιωθεί σε ορισμένα σημεία, ώστε η εφαρμογή του σχεδίου να αποτελέσει πραγματική δέσμευση για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
Όπως αναφέρει και το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο «αν και τα έργα ΑΠΕ μπορεί να χαρακτηριστούν κατ' αρχήν ως δραστηριότητες φιλικές προς το περιβάλλον, εν τούτοις δεν στερούνται παντελώς επιπτώσεων σε αυτό».
Μεταξύ δε των στόχων του συγκαταλέγεται «η καθιέρωση κανόνων και κριτηρίων χωροθέτησης που θα επιτρέπουν αφενός τη δημιουργία βιώσιμων εγκαταστάσεων αιολικής ενέργειας και αφετέρου την αρμονική ένταξή τους στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον και στο τοπίο».
Η ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ πιστεύει ότι στόχος της Ελληνικής Πολιτείας, καθώς και όλων των εμπλεκόμενων φορέων, θα πρέπει να είναι η εναρμόνιση των πολιτικών και παρεμβάσεων, για τη μεγιστοποίηση των αναμενόμενων περιβαλλοντικών ωφελειών από τις Α.Π.Ε. σε πλανητικό και εθνικό επίπεδο, με ταυτόχρονη όμως ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων στη φύση και στο τοπίο σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, μέσα από συναινετικές διαδικασίες, που θα λαμβάνουν υπόψη και τη στάση των τοπικών κοινωνιών. Οποιαδήποτε μονοδιάστατη προσέγγιση υποθηκεύει το φυσικό περιβάλλον σημαντικών για τη βιοποικιλότητα περιοχών, στο βωμό της επίτευξης στόχων που σήμερα φαίνονται μεγάλοι και επείγοντες, σε μερικές όμως δεκαετίες μπορεί να θεωρούνται ξεπερασμένοι, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Θα ήταν οξύμωρο, για μία ακόμη φορά, το φυσικό περιβάλλον να κληθεί να πληρώσει τις τραγικές ανεπάρκειες του μοντέλου ανάπτυξης που ακολουθούμε ως κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες, δεχόμενο τις συνέπειες των «επανορθωτικών» παρεμβάσεών μας, μπροστά στο φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής. Η επιβάρυνση που δέχεται η βιοποικιλότητα από την τελευταία είναι ήδη σοβαρή και δεν υπάρχουν περιθώρια για παραπέρα υποβάθμιση.
Η αλλοίωση του τοπίου και του περιβάλλοντος από την ανάπτυξη των ΑΠΕ και ιδίως των αιολικών πάρκων θα είναι πρωτοφανής σε έκταση, μάλιστα σε μικρό διάστημα. Ποτέ στα ελληνικά δεδομένα δεν έχει δρομολογηθεί τόσο ευρεία και μεγάλη ανάπτυξη βιομηχανικών μονάδων σε όλη την ύπαιθρο και μάλιστα σε διάστημα λίγων ετών.
Για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων στη βιοποικιλότητα της χώρας μας από την εγκατάσταση Αιολικών Πάρκων, ο χωροταξικός σχεδιασμός θα πρέπει να επικεντρωθεί σε δύο κυρίως ζητήματα:
α) στην προστασία όλων των περιβαλλοντικά ευαίσθητων περιοχών, θεσμοθετημένων ή μη, η κατάσταση διατήρησης των οποίων θα μπορούσε να υποβαθμιστεί ανεπανόρθωτα από την εγκατάσταση αιολικών πάρκων (π.χ. Τόποι Κοινοτικής Σημασίας, Ζώνες Ειδικής Προστασίας, αλλά και Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά, Τοπία Φυσικού Κάλλους) με αποκλεισμό της δημιουργίας Αιολικών Πάρκων σε αυτές και
β) την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος των λοιπών περιοχών, με υιοθέτηση κατάλληλων, διεθνώς παραδεκτών μεθόδων και τεχνικών εκτίμησης και ελαχιστοποίησης των επιπτώσεων από τα συγκεκριμένα έργα.
Στις επόμενες παραγράφους αναλύονται οι απόψεις της ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗΣ για επιμέρους ζητήματα που θα πρέπει να τροποποιηθούν στο προτεινόμενο χωροταξικό σχέδιο.2. ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΖΩΝΕΣ ΑΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ
Στις περιοχές αποκλεισμού, με βάση την κοινή λογική θα πρέπει να περιλαμβάνονται οι πολύ σημαντικές περιοχές, όσον αφορά στην κοινωνία, στην οικονομία, στον πολιτισμό και στο περιβάλλον, οι λειτουργίες των οποίων θα μπορούσαν να πληγούν ανεπανόρθωτα από την χωροθέτηση Αιολικών Πάρκων σε αυτές. Οι προτεινόμενες όμως από το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο περιοχές αποκλεισμού διέπονται προφανώς από κάποιο άλλο σκεπτικό, αφού από τη μία συμπεριλαμβάνουν στις ζώνες αποκλεισμού, περιοχές με σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες (ΠΟΤΑ, θεματικά πάρκα, τουριστικούς λιμένες, αγροτικές περιοχές υψηλής παραγωγικότητας, λατομικές και εξορυκτικές ζώνες), και από την άλλη δεν περιλαμβάνεται η πλειοψηφία των πολύτιμων για τη φύση και τη βιοποικιλότητα περιοχών.
Με τη λογική αυτή, οι Αιολικές εγκαταστάσεις θεωρούνται ως μία οχλούσα βιομηχανική δραστηριότητα, μεγάλης κλίμακας, που γενικά μπορεί να υποβαθμίσει με την παρουσία της οικιστικά και οικονομικά σημαντικές ζώνες και για το λόγο αυτό εξοβελίζονται μακριά από αυτές. Από την άλλη πλευρά όμως, δεν θεωρούνται τόσο οχλούσες ώστε να επηρεάζουν τις πολύτιμες περιβαλλοντικά περιοχές και για το λόγο αυτό σε αυτές δεν αποκλείεται η χωροθέτηση.
Η ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ πιστεύει ότι, ως ένας από τους πλέον αποδοτικούς τρόπους αξιοποίησης ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, οι αιολικές εγκαταστάσεις δεν θα πρέπει να θεωρούνται «ρυπαρές», «αντιαισθητικές» ή ασύμβατες με την οικιστική και οικονομική δραστηριότητα. Ως ήπιες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, οι οποίες μάλιστα δεν παράγουν ρύπους, θα έπρεπε να μπορούν να χωροθετηθούν πιο κοντά στον άνθρωπο, κοντά στα υφιστάμενα δίκτυα υποδομής, ώστε να ελαχιστοποιούνται και οι διόλου ευκαταφρόνητες περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις υποστηρικτικές υποδομές.
Εφόσον όμως θεωρούνται βιομηχανικές εγκαταστάσεις, δεν θα έπρεπε να χωροθετούνται σε πολύτιμες φυσικές περιοχές, οι λειτουργίες των οποίων θα μπορούσαν να πληγούν ανεπανόρθωτα από την εγκατάσταση και λειτουργία των Αιολικών Πάρκων.
Παρακάτω επισημαίνονται τα επιμέρους προβλήματα.
1. Προστατευόμενες ΠεριοχέςΠαρά το γεγονός ότι η αρχή της πρόληψης (precautionary principle) έχει σήμερα ιδιαίτερο ειδικό βάρος στην περιβαλλοντική πολιτική της Ε.Ε., οδηγώντας τις προσπάθειες περιβαλλοντικής προστασίας από την αποκατάσταση, καταστολή ή αποτροπή, στην πρόληψη των περιβαλλοντικών κινδύνων, το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο δεν φαίνεται να την ενσωματώνει όσο θα έπρεπε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποστασιοποίησης από την αρχή της πρόληψης, αποτελεί η περίπτωση του δικτύου Natura. Αν και ορθώς, στις περιοχές αποκλεισμού συγκαταλέγονται οι «Περιοχες Απόλυτης Προστασίας της Φύσης» και οι «Περιοχές Προστασίας της Φύσης», δεν προτείνεται εξαίρεση από τις περιοχές αποκλεισμού αιολικών εγκαταστάσεων, των περιοχών του δικτύου Natura για τις οποίες δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί οι προβλεπόμενες από τον Ν. 1650/1986 διαδικασίες ζωνοποίησης και θεσμοθέτησης της προστασίας. Αυτό σημαίνει ότι για τις περιοχές αυτές, δηλαδή για την πλειοψηφία των 239 Τόπων Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) και των 151 Ζωνών Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ), για τις οποίες δεν έχει σήμερα ολοκληρωθεί η προβλεπόμενη διαδικασία (Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη και Προεδρικό Διάταγμα) και επομένως δεν έχουν καθοριστεί ενδεχόμενες «Ζώνες Απόλυτης Προστασίας της Φύσης» ή «Ζώνες Προστασίας της Φύσης», δεν προβλέπεται εξαίρεση από τις εγκαταστάσεις αιολικών, αν και υπάρχει σημαντική πιθανότητα ή/και βεβαιότητα ότι με την ολοκλήρωση της διαδικασίας θα προκύψουν αρκετές περιοχές αποκλεισμού σε ΤΚΣ και ΖΕΠ, λόγω της περιβαλλοντικής τους αξίας και ευαισθησίας. Με απλά λόγια, στην παρούσα φάση δεν γνωρίζουμε πόσες από αυτές τις περιοχές θα κηρυχθούν μελλοντικά Εθνικά Πάρκα ή Περιοχές Προστασίας της Φύσης. Αποτέλεσμα της υιοθέτησης της προτεινόμενης από το χωροταξικό προσέγγισης θα ήταν η ανεπανόρθωτη καταστροφή ή υποβάθμιση κάποιων από τις περιοχές αυτές, κάτι που προφανώς καταστρατηγεί την αρχή της πρόληψης.
Για την καθυστέρηση της διαδικασίας εφαρμογής του Ν. 1650/86, σίγουρα την ευθύνη δεν την έχουν ούτε οι Προστατευόμενες Περιοχές, ούτε η βιοποικιλότητά τους. Γιατί να υποστούν τις συνέπειες;
Με βάση την αρχή της πρόληψης, παρόμοια αντιμετώπιση με τις περιοχές του δικτύου Natura θα πρέπει να τυγχάνουν και όσες άλλες περιοχές, όπως οι Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά, που αν και πληρούν τα κριτήρια της Οδηγίας 79/409 για την προστασία των Πτηνών, δεν έχουν ακόμη ενταχθεί στο δίκτυο.
Σε ότι αφορά στους Εθνικούς Δρυμούς θεωρούμε επιβεβλημένη την απόλυτη εξαίρεσή τους από την χωροθέτηση αιολικών μονάδων.
Πέραν του ζητήματος των Προστατευόμενων Περιοχών του δικτύου Natura, το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο επιτρέπει την ανάπτυξη Αιολικών Πάρκων εντός δασών και δασικών ακόμα και εθνικών δρυμών (με την εξαίρεση του πυρήνα τους). Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι τα δασικά οικοσυστήματα έχουν από μόνα τους σημαντική οικολογική αξία. Γι αυτό, θα πρέπει η εγκατάσταση Αιολικών Πάρκων εντός δασικών εκτάσεων να γίνεται κατ' εξαίρεσιν και μετά από σοβαρή εξέταση εναλλακτικών λύσεων. Σε ό,τι αφορά τα δάση, πρέπει να προταθεί η απαγόρευση εγκατάστασης και χωροθέτησης ολόκληρων μονάδων - σταθμών και να επιτρέπεται μόνο η εγκατάσταση συγκεκριμένου μικρού αριθμού γεννητριών από σταθμό ενέργειας που βρίσκεται σε ευρύτερη περιοχή, όταν κάτι τέτοιο αιτιολογημένα δεν μπορεί να αποφευχθεί. Ας μη λησμονούμε ότι εγκατάσταση αιολικών μονάδων συνεπάγεται μεγάλα συνοδά έργα, ιδίως διάνοιξη δρόμων, επομένως διευκόλυνση της λαθροθηρίας, περαιτέρω υποβάθμιση οικοτόπων και ενδιαιτημάτων, αλλά και «παράθυρα» για την αδειοδότηση νέων χρήσεων γης εντός των δασών.
2. Ζώνες Ειδικής ΠροστασίαςΟι Ζώνες Ειδικής Προστασίας και οι σχετιζόμενες με αυτές Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά, αποτελούν ζωτικής σημασίας περιοχές για την επιβίωση των σπάνιων και απειλούμενων ειδών πτηνών της Ε.Ε. και έχουν επιλεγεί με βάση αυστηρά επιστημονικά κριτήρια και πολύχρονες καταγραφές. Οι περιοχές αυτές έχουν προσδιοριστεί και οριοθετηθεί με βάση την αρχή της συμπερίληψης των απολύτως απαραίτητων βιοτόπων (των κρίσιμων ενδιαιτημάτων) για τα απειλούμενα είδη. Εξ ορισμού και με βάση την Οδηγία 79/409, οι ΖΕΠ συνιστώνται από τα κρίσιμα ενδιαιτήματα των ειδών πτηνών προτεραιότητας και για το λόγο αυτό θα έπρεπε να περιλαμβάνονται στις περιοχές αποκλεισμού. Η αντιμετώπιση που τυγχάνουν οι περιοχές αυτές από το προτεινόμενο Ειδικό Χωροταξικό, παρουσιάζει δυσαναλογία σε σχέση με εκείνη των οικοτόπων προτεραιότητας. Ενώ οι οικότοποι προτεραιότητας ορθά περιλαμβάνονται στις περιοχές αποκλεισμού αιολικών εγκαταστάσεων, αφού ενδεχόμενες κατασκευές θα μπορούσαν να βλάψουν αυτούς τους πολύτιμους και σπάνιους βιοτόπους ανεπανόρθωτα, δεν ισχύει η ίδια πρόβλεψη και για τα κρίσιμα ενδιαιτήματα των ειδών προτεραιότητας. Όμως από την Οδηγία 92/43 δεν προκύπτει τέτοια διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση.
Τα κρίσιμα ενδιαιτήματα των ειδών προτεραιότητας, είναι αποφασιστικής σημασίας για τη διατήρησή των απειλούμενων πτηνών και θα έπρεπε να τυγχάνουν όμοιας αντιμετώπισης με τους οικοτόπους προτεραιότητας. Θεωρούμε λανθασμένη και ετεροβαρή την διαφοροποίηση μεταξύ οικοτόπων προτεραιότητας και βιοτόπων ειδών προτεραιότητας, όπως είναι οι ΖΕΠ.
Να θυμίσουμε ότι το δίκτυο Natura 2000 αποτελείται τόσο από τους ΤΚΣ, όσο και από τις ΖΕΠ και οι κανονιστικές διατάξεις για τις επιπτώσεις αναπτυξιακών έργων και δραστηριοτήτων που απορρέουν από το �ρθρο 6 της Οδηγία 92/43ΕΟΚ, ισχύουν στο ακέραιο και για τις ΖΕΠ.
Στους επισυναπτόμενους Χάρτες 1 έως 8 απεικονίζονται οι Ζώνες Ειδικής Προστασίας καθώς και οι Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας, που έχουν αναγνωριστεί με βάση τα κριτήρια της BirdLife International που αφορούν σε περιοχές όπου παρατηρούνται: συγκεντρώσεις ειδών παγκόσμιου ενδιαφέροντος από άποψης διατήρησης (Κριτήριο C1), απειλούμενων σε επίπεδο Ε.Ε. (Κριτήριο C2), συναθροίσεις αποδημητικών ειδών (Κριτήριο C3), μεγάλες συναθροίσεις (Κριτήριο C4) και μεταναστευτικά περάσματα συναθροιστικών ειδών (Κριτήριο C5).
3. Μεταναστευτικά ΠεράσματαΟι περιοχές που είναι σημαντικά μεταναστευτικά περάσματα της ορνιθοπανίδας, ή φιλοξενούν μεγάλες συγκεντρώσεις πτηνών (π.χ. υγρότοποι Ραμσάρ) θεωρούνται οι πλέον ευάλωτες στην εγκατάσταση αιολικών πάρκων, αφού οι αριθμοί των πτηνών είναι μεγάλοι και η έλλειψη εξοικείωσής τους με το χώρο επηρεάζει αρνητικά τους μηχανισμούς αποφυγής των εμποδίων. Λόγω των τεχνικών δυσκολιών που παρουσιάζει η έρευνα της μετανάστευσης και των ιδιαίτερων απαιτήσεων σε εξειδικευμένο εξοπλισμό, τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα δεδομένα για τη χώρα μας δεν είναι δυστυχώς επαρκή για να ποσοτικοποιηθούν οι πληθυσμοί των πτηνών που μεταναστεύουν πάνω από συγκεκριμένες ζώνες και να αναγνωρισθούν με ακρίβεια οι ζώνες και τα υψόμετρα διέλευσής τους εποχιακά. Επομένως, με εξαίρεση ελάχιστες περιοχές της χώρας μας, όπως οι χερσόνησοι της Νότιας Πελοποννήσου, τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα, το Δέλτα του Έβρου και το ανατολικό τμήμα του Ν. Έβρου, που με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία ήδη θεωρούνται ως σημαντικά μεταναστευτικά περάσματα, δεν είναι δυνατός στην παρούσα φάση ο ακριβής προσδιορισμός όλων των σχετικών ευάλωτων ζωνών.
Για να επιτευχθεί ο προσδιορισμός των σημαντικών μεταναστευτικών περασμάτων της χώρας μας, θα πρέπει να προηγηθεί διεξοδική καταγραφή της μετανάστευσης με χρήση διεθνώς παραδεκτών μεθόδων όπως οι καταγραφές με ραντάρ ή συσκευές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Οι σχετικές έρευνες για την τεκμηρίωση της χρήσης μιας περιοχής ως μεταναστευτικού περάσματος πρέπει να καλύπτουν τουλάχιστον δύο, ιδανικά τρεις ετήσιους κύκλους, ώστε να λαμβάνουν υπόψη τις διακυμάνσεις που παρατηρούνται μεταξύ ετών, τόσο κατά τη φάση σχεδιασμού του έργου, όσο και κατά τη φάση λειτουργίας του, με συνεχή χρήση αξιόπιστου τεχνολογικού εξοπλισμού (συσκευές ραντάρ ή υπέρυθρης ακτινοβολίας), σε 24ωρη βάση, για τουλάχιστον 25 ημέρες ετησίως. Με βάση τα ευρήματα των μελετών αυτών θα πρέπει να αποφασίζεται εάν θα αδειοδοτηθεί το Αιολικό Πάρκο, ποιος θα είναι ο τελικός σχεδιασμός του έργου και των συνοδευτικών του εγκαταστάσεων.
Στον Χάρτη Νο 9, παρατίθενται ενδεικτικά οι κυριότεροι μεταναστευτικοί διάδρομοι πάνω από την Ελλάδα.
4. Ακατοίκητες ΝησίδεςΗ προσέγγιση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου αντιμετωπίζει τις ακατοίκητες νησίδες ως απλές εξέδρες εγκατάστασης Αιολικών Πάρκων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη ότι αυτές συγκαταλέγονται στα πλέον ανεπηρέαστα και πολύτιμα οικοσυστήματα της χώρα μας, με μοναδικά στοιχεία σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Με την προσέγγιση αυτή δεν υπάρχει καμία ιδιαίτερη πρόβλεψη που να ξεχωρίζει ουσιαστικά τις νησίδες από τον θαλάσσιο χώρο. Όμως η ορνιθοπανίδα των ακατοίκητων νησίδων, ιδιαίτερα τα αρπακτικά πτηνά και τα θαλασσοπούλια, θεωρείται ιδιαίτερα ευάλωτη στις εγκαταστάσεις Αιολικών Πάρκων. Λόγω του μέχρι σήμερα αδιατάρακτου χαρακτήρα τους αλλά και εξαιτίας του μικρού τους μεγέθους, οι ακατοίκητες νησίδες που φιλοξενούν αποικίες ειδών προτεραιότητας, ιδιαίτερα όσες είναι μικρότερες των 5.000 στρεμμάτων, θεωρούνται εξαιρετικά ευαίσθητες σε παρεμβάσεις που αλλοιώνουν μόνιμα τις λειτουργίες του οικοσυστήματός τους. Η εξαίρεση των ακατοίκητων νησίδων από τις περιοχές αποκλεισμού, μπορεί να οδηγήσει σε ανεπανόρθωτη υποβάθμιση του φυσικού πλούτου της Ελλάδας.
Αν και η πληθώρα των νησίδων αυτών στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο και οι δυσκολίες προσέγγισής τους σε συγκεκριμένες εποχές του έτους, δεν έχουν επιτρέψει έως σήμερα την πλήρη καταγραφή της ορνιθολογικής τους αξίας, όποτε δόθηκε η ευκαιρία επαρκούς έρευνας την κατάλληλη εποχή του έτους, αποδείχθηκε ότι ο ορνιθολογικός τους πλούτος είναι πολλαπλάσιος των παλαιότερων εκτιμήσεων.
Επειδή η Ορνιθολογική μελετά εδώ και δεκαετίες την ορνιθοπανίδα του ελληνικού νησιωτικού χώρου, σε συνεργασία συχνά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (προγράμματα προστασίας της φύσης όπως τα προγράμματα LIFE), έχει τη συμβατική υποχρέωση να ενημερώνει την τελευταία για ενδεχόμενη περιβαλλοντική ζημία προκληθεί από την ενδεχόμενη κατασκευή Αιολικών Πάρκων σε σημαντικές αποικίες ειδών προτεραιότητας. Σε περίπτωση που αυτό ζητηθεί από τα αρμόδια υπουργεία, η Ορνιθολογική είναι σε θέση να παραδώσει κατάλογο με τις ακατοίκητες νησίδες όπου με βάση τα πρόσφατα στοιχεία απαντώνται σημαντικές αποικίες πτηνών.
Σε ότι αφορά στο θαλάσσιο χώρο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι αν και αριθμός ακατοίκητων νησίδων περιλαμβάνεται σε Ζώνες Ειδικής Προστασίας ή σε Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά, πρόβλημα υπάρχει με τις γειτονικές στις νησίδες θαλάσσιες ζώνες, κρίσιμες για τη διατροφή των ειδών που φωλιάζουν στις νησίδες, αφού μέχρι σήμερα δεν έχουν προχωρήσει οι διαδικασίες αναγνώρισης και χαρακτηρισμού των Θαλάσσιων Προστατευόμενων Περιοχών (π.χ. Θαλάσσιες Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά). Θα πρέπει άμεσα να ξεκινήσει η σχετική διαδικασία, και οι σχετικές έρευνες, προκειμένου να προσδιοριστούν οι ευαίσθητες περιοχές, από όπου για προληπτικούς λόγους θα πρέπει να αποκλειστεί η εγκατάσταση Αιολικών Πάρκων.
Στον Χάρτη Νο 10 απεικονίζονται οι θέσεις νησίδων με σημαντικές αποικίες πτηνών.3. ΕΙΔΙΚΗ ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
Σε ότι αφορά στην Ειδική Ορνιθολογική Μελέτη που προτείνεται, είναι πολύ σημαντικό να δημιουργηθεί εκείνο το πλαίσιο που θα διασφαλίζει την αντικειμενικότητα και διαφάνεια της διαδικασίας, ώστε αυτή να καταστεί αδιάβλητη και μη διαπραγματεύσιμη. Η έως σήμερα 20ετής εμπειρία από την εκπόνηση των ΜΠΕ έχει δείξει ότι η πίεση που ασκείται συνήθως κατά την εκπόνηση των μελετών, προέρχεται από την πλευρά των αναπτυξιακών έργων και των ομάδων συμφερόντων που σχετίζονται με αυτά, αφού δυστυχώς το φυσικό περιβάλλον δεν έχει φωνή και ψήφους. Δεν διευκρινίζεται πουθενά τι περιλαμβάνει η Ειδική Ορνιθολογική Μελέτη, πόσο θα διαρκεί, από ποιόν θα εκπονείται και με ποιες προδιαγραφές. Η Ορνιθολογική είναι σε θέση να προτείνει το περιεχόμενο μίας τέτοιας μελέτης, με βάση τις διεθνώς παραδεκτές πρακτικές, ώστε οι μελέτες να είναι ικανές να δώσουν απαντήσεις σε σοβαρά ερωτήματα, όπως είναι εκείνα της χωροθέτησης, της χωροδιάταξης αλλά και του σχεδιασμού του Αιολικού Πάρκου και των υποστηρικτικών υποδομών του, δηλαδή των οδών πρόσβασης και των δικτύων μεταφοράς ρεύματος, που και αυτά μπορεί να έχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην ορνιθοπανίδα, όσο και στην λοιπή βιοποικιλότητα, καθώς και στο τοπίο.
Για την ενίσχυση της χρησιμότητας και χρηστικότητας της ορνιθολογικής μελέτης, αυτή θα πρέπει να ξεκινά από το στάδιο της Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης (ΠΠΕ) και να ενσωματώνεται πλήρως στη διαδικασία εκπόνησης, δημοσιοποίησης και έγκρισης της ΜΠΕ.
Είναι αυτονόητο ότι στην εκπόνηση των ορνιθολογικών μελετών θα πρέπει να υιοθετηθεί η διεθνής πρακτική BACI (Before ? After Control Impact), μια σχεδόν τυποποιημένη μέθοδος έρευνας της αφθονίας των πτηνών πριν και μετά την εγκατάσταση του αιολικού πάρκου. Η διάρκεια της έρευνας πριν από την εγκατάσταση πρέπει να είναι τέτοια που να επιτρέπει να προσδιοριστούν επαρκώς η χρήση της περιοχής από τα είδη προτεραιότητας, και το αν και ποια είδη αναμένεται να επηρεαστούν αρνητικά από την εγκατάσταση του πάρκου. Η παρακολούθηση μετά την κατασκευή του έργου πρέπει να αφορά τόσο τις άμεσες όσο και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις από την λειτουργία του έργου.
Θα πρέπει επίσης να ληφθεί πρόνοια για όσες εγκαταστάσεις Αιολικών Πάρκων έχουν ήδη αδειοδοτηθεί χωρίς να έχει προηγηθεί η απαραίτητη ορνιθολογική διερεύνηση. Και στις περιπτώσεις αυτές θα έπρεπε να γίνει προσπάθεια εφαρμογής της μεθόδου BACI.4. ΜΙΚΡΑ ΥΔΡΟΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ
Θέση της Ορνιθολογικής είναι ότι και για τα ΜΥΗΕ θα πρέπει να βελτιωθούν κάποια σημεία του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου.
Πιο συγκεκριμένα:
Αν και αναφέρεται στην ΚΥΑ «κατά κανόνα, τα ΜΥΗΕ λειτουργούν με την συνεχή παροχή του υδατορεύματος και έτσι δεν απαιτείται η κατασκευή ταμιευτήρων με την κατασκευή μεγάλων φραγμάτων, όπως συνήθως γίνεται στα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα» ακολουθούν προβλέψεις για φράγματα και αγωγούς εκτροπής.
Προτείνεται να θεωρηθούν Μικρά Υδροηλεκτρικά Έργα εκείνα στα οποία δεν δημιουργείται ταμιευτήρας. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ακολουθείται η διαδικασία αδειοδότησης που ακολουθείται για τα μεγάλα ΥΗΕ.
Να εξαιρεθούν από την κατασκευή σε περιοχές NATURA εκείνα τα YHE που περιλαμβάνουν φράγμα και εκτροπή του νερού.
Ο καθορισμός του ύψους των 15 MW για τον χαρακτηρισμό ενός έργου ως μικρό είναι αυθαίρετος. Οι διαστάσεις των έργων εκτροπής έως 3 χλμ και δυνατότητα συνολικής κατάληψης των 2/3 ενός ποταμού από ΥΗ έργα δίνουν μια εικόνα πλήρους αλλοίωσης του ποτάμιου οικοσυστήματος. Οι διαστάσεις αυτές θα πρέπει να μειωθούν κατά πολύ.
Δεν μπορεί να ολοκληρωθεί ο χωροταξικός σχεδιασμός για τα ΥΗΕ αν δεν ολοκληρωθούν οι ενέργειες που προβλέπονται στην οδηγία για τα νερά.
Η οικολογική παροχή νερού είναι αυθαίρετα οριζόμενη και δεν λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές ανάγκες των οικοσυστημάτων του ποταμού στην ζώνη εκτροπής και κατάντη. Το ποσοστό του 30% της μέσης θερινής παροχής που έχει οριστεί δεν έχει προκύψει από καμία μελέτη και αυτό είχε επισημανθεί εξαρχής από την Ορνιθολογική με επιστολές της στα αρμόδια υπουργεία. Με την ΚΥΑ επιχειρείται να μειωθεί και άλλο η ελάχιστη παροχή (το 30% του Σεπτεμβρίου είναι σαφώς μικρότερο του 30% της μέσης θερινής παροχής). Σε κάθε περίπτωση η ελάχιστη «οικολογική παροχή» θα πρέπει να διαμορφωθεί τουλάχιστον στο 50% της μέσης θερινής παροχής (ή 30λτ/δτ) και πάντα μετά από μελέτη στο πλαίσιο της οδηγίας για τα νερά, χωρίς εξαιρέσεις. Ο καθορισμός της ελάχιστης οικολογικής παροχής, μέχρι σήμερα, έδωσε στην πράξη το άλλοθι της πρότασης Περιβαλλοντικών Όρων, από τις ΜΠΕ που έχουν εκπονηθεί, ακριβώς αυτού του ποσοστού χωρίς να υπάρχει ουσιαστική αξιολόγηση των επιπτώσεων κατά περίπτωση.
Η διαπίστωση ότι η Ελλάδα βαθμολογείται με το μέγιστο δείκτη όσον αφορά την κατάσταση απειλής των αμφιβίων που αντικατοπτρίζει την κατάσταση των οικοσυστημάτων που συνδέονται με το γλυκό νερό (περιβαλλοντικός δείκτης αειφορίας) δεν αποτέλεσε στοιχείο διαπραγμάτευσης στην ΣΕΠΕ.5. ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΙΚΑ
Θέση της Ορνιθολογικής είναι ότι θα πρέπει επιπρόσθετα στα προβλεπόμενα:
- Να μην επιτραπεί η εγκατάσταση μεγάλης έκτασης φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων σε περιοχές του δικτύου Natura.
- Η απαγόρευση εγκατάστασης να επεκταθεί και σε περιοχές Προστασίας της Φύσης (όχι μόνο Απόλυτης Προστασίας της Φύσης). Οι περιοχές αυτές έχουν εκ του νόμου σαν στόχο την προστασία της βιοποικιλότητας, Η διαφορά τους από τις Περιοχές Απόλυτης Προστασίας της φύσης είναι ότι σ' αυτές επιτρέπονται οι παραδοσιακές δραστηριότητες.
- Θα πρέπει να απαγορεύεται η εγκατάσταση σε περιοχές με δασική βλάστηση.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΖΕΠ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ
Περιοχές Αιολικής Προτεραιότητας
Περιοχή 1
Νομός Έβρου
Ο νομός Έβρου είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τα πουλιά. Στους προτεινόμενους δήμους εγκατάστασης αιολικών πάρκων αλλά και στους όμορους βρίσκονται τρεις από τους σημαντικότερους βιότοπους για τα πουλιά στην Ελλάδα. Πρόκειται για το Δέλτα του Έβρου (ΖΕΠ GR 1110006) το δάσος της Δαδιάς (ΖΕΠ GR 1110002) και το Νότιο Δασικό Σύμπλεγμα Έβρου (ΖΕΠ GR 1110009).
Νομός Ροδόπης
Επίσης στους προτεινόμενους δήμους του νομού Ροδόπης (Αρριανών και Κέχρου) εκτείνεται η κοιλάδα Φιλιούρι (ΖΕΠ GR 1130011).
Περιοχή 2
Νομός Ευβοίας
Στον δήμο Δύστίων βρίσκεται η ομώνυμη λίμνη (ΖΕΠ GR 2420008). Επιπλέον, στον ίδιο νομό(στους προτεινόμενους δήμους) βρίσκονται ακόμη 3 ΣΠΠΕ οι οποίες δεν έχουν χαρακτηριστεί ως ΖΕΠ. Πρόκειται για τις: όρος Όχη ( δήμοι Καρύστου, Μαρμαρίου και Κ. Καφηρέως), Δίρφης, Ξηροβούνι και ευρύτερη περιοχή (δήμοι Διρφύων και Κύμης) και όρος Καντήλι (δήμος Μεσσαπίων).
Νομός Βοιωτίας
Ο προτεινόμενος δήμος Αραχόβης περιλαμβάνει τμήμα του Εθνικού δρυμού Παρνασσού (ΖΕΠ GR 2410002).
Νομός Φθιώτιδας
Ο προτεινόμενος Δήμος Υπάτης περιλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα του όρους Οίτη (ZEΠ GR 2440007).
Νομός Φωκίδας
Ο προτεινόμενος Δήμος Λιδορικίου περιλαμβάνει τμήμα του όρους Γκιώνα ZEP GR 2450007).
Περιοχή 3
Νομός Λακωνίας
Οι προτεινόμενοι Δήμοι Ζάρακα Νιάτων, Μονεμβασιάς και Μολάων περιλαμβάνουν τα Όρη ανατολικής Λακωνίας (ΖΕΠ GR 2540007).
Χάρτης 1: Π.Α.Π. και Σ.Π.Π. της ΕλλάδαςΑπόρριψη Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για έργο εγκατάστασης Αιολικών Σταθμών Παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Νότιο Αιγαίο
Τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και αποτροπής πρόσκρουσης σε Αιολικούς Σταθμούς ως εργαλεία και όχι ως ΠΑΝΑΚΕΙΑ
Οι θέσεις και η επιστημονική τεκμηρίωση της ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗΣ σχετικά με τις επιπτώσεις του αιολικού σταθμού στο Όρος Κόχυλα της Σκύρου
Σχόλια Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας για το σχέδιο νόμου για τις ΑΠΕΘέσεις των φορέων: "Κλιματική αλλαγή και Βιοποικιλότητα: λύσεις για μια σχέση συνύπαρξης" (2010)Επιστολή προς τον Πρωθυπουργό και την Υπουργό Περιβάλλοντος (2010)Όλα όσα θέλατε να μάθετε για τα "Aιολικά Πάρκα" στις προστατευόμενες περιοχές Natura 2000
Προσδιορισμός και χαρτογράφηση των ορνιθολογικά ευαίσθητων στα Aιολικά Πάρκα περιοχών της Ελλάδας