Οι γύπες ήταν πάντα συνδεμένοι με τον άνθρωπο και τον κύκλο ζωής και θανάτου. Έχουν τον ρόλο των καθαριστών της φύσης, καθώς καταναλώνουν νεκρά ζώα, συμβάλλοντας έτσι στην έγκαιρη απομάκρυνσή τους από την ύπαιθρο, αποτρέποντας την εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών.
Στην Ευρώπη (και στην Ελλάδα) απαντούν τέσσερα είδη γυπών: ο Ασπροπάρης, το Όρνιο, ο Μαυρόγυπας και ο Γυπαετός.
Δυστυχώς, παρά τον τόσο σημαντικό ρόλο που επιτελούν, όλα τα είδη γυπών της Ελλάδας απειλούνται με εξαφάνιση.
- Γύπες, μια μικρή και σπάνια οικογένεια
- Οι γύπες στο χθες και το σήμερα
- Το Όρνιο
- ο Μαυρόγυπας
- ο Γυπαετός
- ο Ασπροπάρης
- Δράση για τους γύπες
Οι γύπες ανήκουν σε μια ομάδα αρπακτικών πουλιών που, σε αντίθεση με τους αετούς, καταναλώνουν κυρίως νεκρά ζώα. Λόγω αυτής της ιδιαίτερης διατροφικής συνήθειας, οι γύπες έχουν αναπτύξει κάποια συγκεκριμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά:
Σε κάποια είδη ο λαιμός είναι μακρύς για να μπορούν να φτάνουν στο εσωτερικό του νεκρού ζώου και καλύπτεται μόνο από μικρά πούπουλα για να μην λερώνονται πολύ και να καθαρίζονται εύκολα μετά το γεύμα τους (π.χ. Όρνιο).
Το στομάχι τους είναι εξειδικευμένο να χωνεύει το σάπιο κρέας χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να δηλητηριαστούν από τυχόν τοξίνες που εκκρίνονται από διάφορα βακτήρια που υπάρχουν στα ψοφίμια. Το στομάχι τους έχει επίσης μεγάλη χωρητικότητα, ώστε να μπορούν να καταναλώσουν μεγάλη ποσότητα τροφής σε σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς εξαιτίας του μεγάλου ανταγωνισμού με άλλους γύπες και άλλα πτωματοφάγα είδη, τα ψοφίμια εξαφανίζονται πολύ γρήγορα.
Όπως όλα τα μεγάλα αρπακτικά πουλιά, οι γύπες έχουν μεγάλες και φαρδιές φτερούγες. Όσο μεγαλύτερη είναι η επιφάνειά τους, τόσο καλύτερα μπορούν να εκμεταλλευτούν τα θερμά ανοδικά ρεύματα αέρα και να πετάνε με ευκολία καταναλώνοντας λιγότερη ενέργεια. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να ανταπεξέλθουν σε πολύωρες πτήσεις για να εντοπίσουν την τροφή τους. Τα ανοδικά ρεύματα όμως, σχηματίζονται κατά τις ζεστές ώρες της ημέρας και μόνο πάνω από χερσαίες εκτάσεις, συνεπώς οι γύπες αποφεύγουν συνήθως να πετάξουν πάνω από τη θάλασσα.
Τέλος, το ράμφος τους είναι μεγάλο, κυρτό και γαμψό που τους διευκολύνει να σκίζουν τη σάρκα των νεκρών ζώων. Το πιο ντελικάτο ράμφος από όλους τους γύπες το έχει ο Ασπροπάρης (λεπτό και μακρύ), που τον διευκολύνει να φτάνει ακόμα και στα πιο μικρά σημεία και να καταναλώνει μικρά κομμάτια κρέατος, πράγμα που δεν είναι εφικτό από τους άλλους γύπες.
Οι γύπες μπορούν να ζήσουν πολλά χρόνια (μέχρι και 20 χρόνια στη φύση), όμως γεννούν λίγα αβγά (1-2). Έτσι, εάν χαθούν έστω και λίγα ενήλικα άτομα, οι πληθυσμοί των γυπών σε μια περιοχή μπορεί να αφανιστούν γρήγορα.
Στην Ελλάδα απαντούν και τα τέσσερα είδη γυπών της Ευρώπης.
Το Όρνιο Gyps fulvus, τρέφεται κυρίως με εντόσθια νεκρών ζώων, φωλιάζει σε βράχια και συνήθως παρατηρείται να κινείται σε ομάδες. Έχει λίγες και διασκορπισμένες αποικίες στην ηπειρώτικη Ελλάδα, αλλά παρουσιάζει έναν υγιή πληθυσμό στην Κρήτη.
Ο Μαυρόγυπας Aegypius monachus είναι ο πιο μοναχικός από όλους τους γύπες, ενώ είναι το μόνο είδος γύπα που φωλιάζει σε δέντρα. Στην Ελλάδα, συναντάται μόνο στο Εθνικό Πάρκο Δαδιάς, το οποίο φιλοξενεί και τον μοναδικό πληθυσμό του είδους στα Βαλκάνια.
Ο Γυπαετός Gypaetus barbatus κινείται κυρίως σε ορεινές περιοχές, ενώ οι διατροφικές του συνήθειες τον καθιστούν ακόμα πιο μοναδικό: τρέφεται με το μεδούλι από τα κόκκαλα, τα οποία πετάει από μεγάλο ύψος ώστε να σπάσουν σε μικρότερα κομμάτια και έπειτα τα καταπίνει ολόκληρα. Αν και παλαιότερα κοινό είδος, εξαφανίστηκε από όλη την ηπειρώτικη Ελλάδα και επιβιώνει πλέον σε μικρούς αριθμούς μόνο στην Κρήτη.
Τέλος, ο Ασπροπάρης Neophron percnopterus, ως το μόνο μεταναστευτικό είδος γύπα, διαχειμάζει στην Αφρική. Είναι ο πιο απειλούμενος γύπας στην Ελλάδα, όπου έχουν απομείνει μόνο 5 ζευγάρια.
Παρόλο που όλοι τους είναι προστατευόμενα είδη, κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι γύπες στην Ελλάδα δέχονται πληθώρα απειλών που έχουν οδηγήσει σε τοπική κατάρρευση των πληθυσμών τους, καθιστώντας τους την πιο απειλούμενη ομάδα πουλιών της χώρας.
Πηγή: Εκπαιδευτικό υλικό «Αποστολή διάσωσης του Ασπροπάρη: μαζί στο χθες, το σήμερα και το αύριο», Ελληνική ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ Εταιρεία.
Η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας από την αρχαιότητα είχε ωφελήσει ιδιαίτερα τους πληθυσμούς των γυπών. Δεδομένου του περιορισμένου αριθμού άγριων νεκρών ζώων, τα νεκρά παραγωγικά ζώα αποτέλεσαν για τους γύπες μία ευκολότερη και περισσότερο διαθέσιμη πηγή τροφής. Προς αυτήν την κατεύθυνση βοήθησε η μετατροπή δασωμένων περιοχών σε ανοιχτούς βοσκότοπους και καλλιέργειες καθώς οι γύπες εκεί εντοπίζουν ευκολότερα την τροφή τους. Έτσι, οι γύπες έχουν συνδεθεί άμεσα με την παραδοσιακή κτηνοτροφία και δεν είναι τυχαίο πως σήμερα οι περισσότεροι γύπες απαντούν σε κτηνοτροφικές περιοχές της Ελλάδας όπως η Κρήτη, η Πίνδος, η Θεσσαλία και η ανατολική Θράκη.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εύρεση και η κατανάλωση τροφής από τους γύπες. Πετούν ψηλά, καλύπτοντας εκτάσεις δεκάδων χιλιομέτρων, στηριζόμενοι στην εξαιρετική τους όραση για να εντοπίσουν κάποιο νεκρό ζώο. Όμως, έχουν τα μάτια τους ανοιχτά και για άλλους γύπες: όταν κάποιος από αυτούς εντοπίσει τροφή και αρχίσει να πετάει χαμηλότερα για να την εξετάσει, οι υπόλοιποι λαμβάνουν το μήνυμα πως εκεί υπάρχει διαθέσιμη τροφή και πλησιάζουν και οι ίδιοι. Επίσης, οι γύπες στηρίζονται και στις κινήσεις άλλων πτωματοφάγων πουλιών, όπως τα Κοράκια, για να βρουν τροφή. Τον εντοπισμό ενός νεκρού ζώου, ακολουθεί η προσγείωση και φυσικά η κατανάλωσή του που μπορεί να συμβεί μέσα σε λίγες ώρες.
Μία από τις πιο εντυπωσιακές πτυχές της βιολογίας των γυπών είναι ότι, κατά κάποιον τρόπο, αλληλοσυμπληρώνονται. Τα Όρνια, καθώς δεν έχουν τη δύναμη να σκίσουν το δέρμα ενός νεκρού ζώου, χώνουν το κεφάλι τους μέσα σε φυσικά ανοίγματα του ψοφιμιού και ξεκινάνε να τρώνε τα εσωτερικά όργανα. Οι Μαυρόγυπες, με το ισχυρό τους ράμφος, τρώνε τα σκληρότερα μέρη όπως μύες και τένοντες. Οι μικρότεροι Ασπροπάρηδες τρώνε όσα μικρά κομμάτια και υπολείμματα μείνουν, αφού τελειώσουν οι μεγαλύτεροι γύπες. Τέλος, ο Γυπαετός καταναλώνει τα κόκκαλα του νεκρού ζώου.
Είναι λοιπόν εμφανές ότι οι γύπες ως πτωματοφάγα πουλιά παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανακύκλωση της οργανικής ύλης. Φροντίζουν, μαζί με τη βοήθεια σαπροφάγων σκαθαριών αλλά και άλλων οργανισμών, να φτάσουν τα θρεπτικά στοιχεία και η ενέργεια που είναι αποθηκευμένα σε ένα νεκρό ζώο γρηγορότερα στο έδαφος, κατ’ επέκταση και στους οργανισμούς που τα χρειάζονται. Έχουν άλλωστε χαρακτηριστεί ως οι «καθαριστές της φύσης», συμβάλλοντας στη διατήρηση ενός υγιούς περιβάλλοντος για τον άνθρωπο, μέσω του περιορισμού τυχόν μολυσματικών ασθενειών που θα μπορούσαν να εξαπλωθούν από τα ψοφίμια. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ξαφνικής απώλειας μεγάλου μέρους του πληθυσμού των γυπών στην Ινδία (που άγγιξε το 99%) εξαιτίας της χρήσης της φαρμακευτικής ουσίας δικλοφενάκης στην κτηνοτροφία. Αν και η ουσία αυτή δεν είναι επιβλαβής για τα αγροτικά ζώα, αποδείχτηκε ότι είναι τοξική για τους γύπες που τρέφονταν με αυτά. Σύντομα, αδέσποτοι σκύλοι και αρουραίοι απέκτησαν πρόσβαση στην τροφή που κάποτε κατανάλωναν οι γύπες, με αποτέλεσμα την αύξηση του πληθυσμού αυτών των περιστασιακά πτωματοφάγων ζώων. Η εμφάνιση πολύ υψηλών ποσοστών κρουσμάτων λύσσας και βουβωνικής πανώλης από τους σκύλους και τους αρουραίους αντίστοιχα, έθεσε σε κίνδυνο την υγεία των ανθρώπων αλλά και των ζώων.
Εκτός από τη συνεισφορά τους στις οικοσυστημικές αυτές λειτουργίες, οι γύπες κατέχουν σημαντικό ρόλο στις θρησκείες και τις παραδόσεις λαών σε όλο τον κόσμο. Οι Αιγύπτιοι είχαν αποδώσει τη μορφή γύπα σε θεότητές τους (Mut, Nekhbet), ενώ αποτελούν βασικό στοιχείο των τελετών σε ζωροαστρικές κοινότητες στην Ασία που εναποθέτουν τους νεκρούς τους στη διάθεση αυτών των αρπακτικών, λαμβάνοντας τον κορυφαίο ρόλο της μετάβασης από τη ζωή στον θάνατο και φυσικά και το αντίστροφο, αν λάβει κανείς υπόψη του τον ρόλο τους στις προαναφερόμενες οικοσυστημικές λειτουργίες. Η μείωση του πληθυσμού των γυπών, θα οδηγήσει σε παγκόσμιο επίπεδο στην απώλεια όλων αυτών των πολιτιστικών και πνευματικών λειτουργιών.
Πηγή: Εκπαιδευτικό υλικό «Αποστολή διάσωσης του Ασπροπάρη: μαζί στο χθες, το σήμερα και το αύριο», Ελληνική ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ Εταιρεία.
Μεγάλος γύπας, με βάρος 6-10 kg, μήκος σώματος ~1 m και άνοιγμα φτερών ~2,5 m. Αποκλειστικά πτωματοφάγο, φωλιάζει αποκλειστικά σε βράχια, αναζητεί την τροφή του νομαδικά και τρέφεται κυρίως με τους μαλακούς ιστούς των νεκρών ζώων (Konig, 1983). Φωλιάζει σε αποικίες και αναζητά την τροφή του ομαδικά, καθώς τα άτομα διασπείρονται σε μεγάλη ακτίνα, αναζητώντας νεκρά ζώα αλλά ταυτόχρονα παρακολουθώντας τα διπλανά άτομα και συγκλίνοντας στο πτώμα σταδιακά ακολουθώντας το πρώτο που θα κατέβει.
Αναπαράγεται στη Β. Μεσογειακή Λεκάνη και τη Μέση Ανατολή μέχρι το Πακιστάν, την Αραβία και οριακά τη Β. Αφρική. Στη Βαλκανική, όπως και την υπόλοιπη Ευρώπη, η εξάρτησή του από την εκτατική κτηνοτροφία οδήγησε στο να συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό η κατανομή των αποικιών με τις διαδρομές των μετακινούμενων κοπαδιών κατά τους προηγούμενους αιώνες.
Τα νεαρά άτομα διασπείρονται σε μεγάλες αποστάσεις, με άτομα από την Ιβηρική (που διατηρεί μακράν το μεγαλύτερο μέρος του Ευρωπαϊκού πληθυσμού) να περνούν ακόμα και χρόνια στη Δυτική Αφρική, ενώ άτομα από τα Βαλκάνια έχουν φτάσει ως την Υεμένη και το Σουδάν.
Η αναπαραγωγή ξεκινά από αρχές του χειμώνα με γαμήλιες πτήσεις (πέταγμα του ζεύγους συγχρονισμένα σε μεγάλη εγγύτητα), κατασκευή της φωλιάς (μικρή πλατφόρμα από κλαδιά σε πατάρι ή σπηλιά στο βράχο) με μεταφορά κλαδιών και την εναπόθεση ενός αβγού. Η αναπαραγωγή γενικά σε μεγάλες αποικίες μπορεί να είναι εξαιρετικά ασύγχρονη, μέχρι και δύο μήνες. Η επώαση διαρκεί 50-58 ημέρες και τα νεαρά μένουν στη φωλιά 110-130 ημέρες. Η αναπαραγωγική επιτυχία είναι 0,76 μικρά ανά ζεύγος με ωοτοκία σε καλές συνθήκες, ενώ η επιλογή της θέσης φωλιάς μπορεί να επηρεάσει την αναπαραγωγική επιτυχία (π.χ. λόγω αυξημένης παρουσίας των ενηλίκων για την προστασία των μικρών από έκθεση και κατά συνέπεια μειωμένη τροφοληψία και τροφοδοσία των νεοσσών. Στη Βουλγαρία η αντίστοιχη αναπαραγωγική επιτυχία του ανακάμπτοντος πληθυσμού της Ανατολικής Ροδόπης ήταν 0,77.
Όσον αφορά τη χρήση του χώρου, σε καθημερινή βάση ακόμη και αναπαραγόμενα πουλιά μπορεί να μετακινηθούν δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από φωλιές σε αναζήτηση τροφής.
Αρκετά διαδεδομένο στη Βαλκανική, έχει εξαφανιστεί από Αλβανία, Ρουμανία Μαυροβούνιο και Βοσνία – Ερζεγοβίνη. Ο πληθυσμός της Βαλκανικής αντιστοιχεί σε 90 ζεύγη στην Κροατία, 14 στη Βόρεια Μακεδονία (μειούμενοι σε βάθος δεκαετίας πληθυσμοί), 80-100 στη Βουλγαρία και 150-200 στη Σερβία (πληθυσμοί με μεγάλη αύξηση εντός της δεκαετίας). Οι αποικίες του είδους περιορίζονται στη ΒΔ Κροατία (αρχιπέλαγος Kvarner), στα Δυτικά της κεντρικής Σερβίας, στα Νότια της Βόρειας Μακεδονίας και τη ΝΑ Βουλγαρία. Στη Βουλγαρία έχουν δημιουργηθεί με επιτυχία αποικίες και σε άλλες θέσεις μέσω προγραμμάτων επανεισαγωγής και λειτουργίας ΧΤΑΠ στην οροσειρά του Αίμου και τη ΝΔ Βουλγαρία. Στην Ηπειρωτική Ελλάδα και πλην της Θράκης, το είδος αναπαράγεται και στην Αιτωλοακαρνανία, ενώ μικρή αναπαραγωγική αποικία υπάρχει και στο σύμπλεγμα Νάξου – Ηρακλειάς. Στην Κρήτη, αντίθετα, το είδος ευημερεί, με 78 αποικίες και 250-340 ζευγάρια (900-1000 άτομα) και αποτελεί τον μεγαλύτερο νησιωτικό πληθυσμό στον κόσμο.
Γενικότερα, υπάρχει μεγάλη κινητικότητα μεταξύ των αποικιών της Βαλκανικής, με άτομα από την Κροατία να εμφανίζονται να αναπαράγονται στην Νάξο και τη Δυτική Ελλάδα, άτομα από τη Βουλγαρία να διασπείρονται σε μεγάλες εκτάσεις στην Πίνδο και τον Βόρα, ενώ στον ΧΤΑΠ της Δαδιάς παρατηρούνται σε μόνιμη βάση άτομα από την Κροατία, Σερβία, Ισραήλ ακόμα και από τη Δυτική Ευρώπη.
Το είδος αναφερόταν πολύ κοινό στην Ελλάδα μέχρι τη δεκαετία του 1950, αλλά σταδιακά μειώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι το τέλος του προηγούμενου αιώνα. Τη δεκαετία του 1990, αν και ακόμα διατηρούσε μεγάλο μέρος της ιστορικής του κατανομής, η μείωση ήταν αισθητή π.χ. στο μέγεθος των αποικιών (Handrinos and Akriotis, 1997) και εντάθηκε περαιτέρω. Την τελευταία εικοσαετία ο πληθυσμός του στην ηπειρωτική χώρα ουσιαστικά προσεγγίζει την κατάρρευση με μεγάλη συρρίκνωση στον αριθμό και την κατανομή των αποικιών, με αποτέλεσμα ο ελληνικός πληθυσμός, πλην της Κρήτης όπου το είδος χαρακτηρίζεται ως Τρωτό (VU) καθώς έχει αυξητικές τάσεις και ικανοποιητικές πυκνότητες, να χαρακτηριστεί Κρισίμως Κινδυνεύων (CR) (Ξηρουχάκης, 2009).
Η κυριότερη αιτία για αυτή την πληθυσμιακή κατάρρευση είναι η παράνομη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων, με το τραγικό προηγούμενο στην περιοχή, του αφανισμού της αποικίας στα Στενά του Νέστου τον Φεβρουάριο του 2012.
Στην περιοχή του Έβρου έχουν συμβεί περιστατικά προσκρούσεων με ανεμογεννήτριες, στη Βουλγαρία με καλώδια υψηλής τάσης καθώς και ηλεκτροπληξίες και στις δύο χώρες.
Στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης, το είδος αναπαράγεται στην Κοιλάδα του Κομψάτου (~5 ζεύγη), το Νότιο Δασικό Σύμπλεγμα Έβρου (~5 ζεύγη), την κοιλάδα του Άρδα (>50 ζεύγη) και την κοιλάδα του Στρυμόνα (5-10 ζεύγη, αποικία από επανεισαγωγή). Κατά το παρελθόν, αποικίες υπήρχαν στα όρη Λεκάνης και την περιοχή της Δυτικής Ροδόπης (ΕΟΕ, 1994), καθώς και τη Θάσο (Ξηρουχάκης 2019). Από το 2019, το είδος επέστρεψε ως αναπαραγόμενο στα Στενά του Νέστου με ένα ζεύγος που πτέρωσε επιτυχώς ένα νεοσσό, ενώ με βάσει τα μέχρι στιγμής δεδομένα της παρούσας έρευνας για το 2020, μπορούμε πλέον να μιλάμε για σχηματισμό μιας μικρής αποικίας από δύο ζεύγη (με τουλάχιστον ένα νεοσσό) και ένα επιπλέον άτομο.
Για το είδος υπάρχει Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης, ενώ περιλαμβάνεται στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τρία είδη γυπών, μαζί με τον Γυπαετό και τον Μαυρόγυπα.
Πηγή: Ξηρουχάκης, Σ., (επιμ., 2019). Σχέδιο Δράσης για τρία πτωματοφάγα είδη ορνιθοπανίδας (γύπες): Γυπαετό (Gypaetus barbatus), Όρνιο (Gyps fulvus), Μαυρόγυπα (Aegypius monachus). Έργο LIFE-IP 4 NATURA: Ολοκληρωμένες δράσεις για τη διατήρηση και διαχείριση των περιοχών του δικτύου Natura2000, των ειδών, των οικοτόπων, και των οικοσυστημάτων στην Ελλάδα (LIFE16 IPE/GR/000002). Παραδοτέο Δράσης A.1. Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, Αθήνα, 180 σελ. & 6 Παραρτήματα.
Ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός γύπας με βάρος που μπορεί να ξεπερνά και τα 12 kg και άνοιγμα φτερών που φτάνει τα 3μ.! και ο μόνος που φωλιάζει σε δέντρα.
Στο Δάσος Δαδιάς επιλέγει ώριμα, μεγάλα πεύκα με ανοιχτές κώμες, σε απότομες κλίσεις και με σχετικά αραιή πύκνωση. Ο Μαυρόγυπας αποτελεί μια από τις ελάχιστες επιτυχείς προσπάθειες μακρόχρονης προστασίας ενός είδους στη χώρα. Ο τελευταίος πληθυσμός του είδους στη Βαλκανική βρίσκεται στο Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς – Λευκίμης - Σουφλίου και μετά από 30 και πλέον χρόνια δράσεων διατήρησης, παρακολούθησης και σταθερής παρουσίας προσωπικού διατήρησης στην περιοχή (από το WWF Ελλάς, τη διεύθυνση περιβάλλοντος Περιφερειακής Ενότητας Έβρου και τον Φορέα Διαχείρισης του Εθνικού Πάρκου) και σε συνεργασία με το αρμόδιο Δασαρχείο Σουφλίου, ο πληθυσμός που υπολογιζόταν σε 5 ζεύγη και 26 άτομα πριν 40 έτη (Hallmann, 1979) κυμαίνεται τώρα σταθερά σε 21-35 ζευγάρια και 90-100 άτομα (Ξηρουχάκης, 2019, Botha et al., 2017).
Πληθυσμοί στην κεντρική Ελλάδα δεν υφίστανται από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 οπότε και τα τελευταία ζευγάρια σταμάτησαν να φωλιάζουν στον Όλυμπο.
Το είδος θεωρείται Κινδυνεύον (ΕΝ) σε εθνικό επίπεδο και Σχεδόν Απειλούμενο σε παγκόσμιο (NT).
Θνησιμότητα του είδους πέρα από τα δηλητηριασμένα δολώματα που αποτελούν την κυριότερη αιτία, έχει καταγραφεί πρόσφατα και από ηλεκτροπληξίες αλλά και συγκρούσεις με ανεμογεννήτριες στον Έβρο.
Από μακροχρόνιο πρόγραμμα τηλεμετρίας στην περιοχή, τα άτομα της αποικίας της Δαδιάς κινούνται μέχρι την κοιλάδα του Άρδα στη Βουλγαρική Ανατολική Ροδόπη (όπου υπήρξαν και ανεπιτυχής προσπάθειες αναπαραγωγής), με τον κύριο πυρήνα της χρήσης του χώρου τους να εστιάζεται στον πλούσιο σε εκτατική κτηνοτροφία ορεινό Έβρο, με ορισμένα να φτάνουν μέχρι την κοιλάδα του Κομψάτου και περιστασιακά και μέχρι και το λεκανοπέδιο του Κ. Νευροκοπίου. Μεμονωμένα άτομα εμφανίζονται και στη Δυτική Ελλάδα και την Κρήτη. Απελευθερώσεις ατόμων από αναπαραγωγή σε αιχμαλωσία έχουν ξεκινήσει στη Βουλγαρία τα τελευταία χρόνια.
Για το είδος υπάρχει Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης ενώ περιλαμβάνεται στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τρία είδη γυπών, μαζί με το Όρνιο και τον Γυπαετό.
Πηγή: Ξηρουχάκης, Σ., (επιμ., 2019). Σχέδιο Δράσης για τρία πτωματοφάγα είδη ορνιθοπανίδας (γύπες): Γυπαετό (Gypaetus barbatus), Όρνιο (Gyps fulvus), Μαυρόγυπα (Aegypius monachus). Έργο LIFE-IP 4 NATURA: Ολοκληρωμένες δράσεις για τη διατήρηση και διαχείριση των περιοχών του δικτύου Natura2000, των ειδών, των οικοτόπων, και των οικοσυστημάτων στην Ελλάδα (LIFE16 IPE/GR/000002). Παραδοτέο Δράσης A.1. Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, Αθήνα, 180 σελ. & 6 Παραρτήματα.
Ο Γυπαετός είναι το αρπακτικό με το μεγαλύτερο μήκος σώματος λόγω της μακριάς ουράς του (95-125 cm). Στο κεφάλι, κοντά στο ράμφος φέρει μια μακριά τούφα από σμηριγγόφτερα που μοιάζει με γένι, γνώρισμα στο οποίο οφείλει το επιστημονικό του όνομα, δηλαδή Γυπαετός ο γενειοφόρος.
Πρόκειται για ορεσίβιο είδος με τεράστια -αν και αραιή -εξάπλωση παγκοσμίως (61.700.000 km²).Απαντά στους ορεινούς όγκους της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, από τα Πυρηναία στα δυτικά, τις Άλπεις και την οροσειρά του Καυκάσου μέχρι τη βόρεια Ινδία και την κεντρική Ασία φτάνοντας στην Κίνα, την Μογγολία και την οροσειρά των Αλτάι στη νότια Σιβηρία. Μεμονωμένοι πληθυσμοί απαντούν στη βόρεια Αφρική (στην οροσειρά του Άτλαντα στο Μαρόκο και πιθανόν την Αλγερία) καθώς και στην ανατολική Αφρική (Αιθιοπία, Κένυα) καθώς και στο Λεσότο και στην οροσειρά Drakensberg στη νότια Αφρική. Επίσης, το είδος φέρει και δύο νησιωτικούς πληθυσμούς στη Μεσόγειο (δηλ. Κορσική και Κρήτη). Ο παγκόσμιος πληθυσμός του είδους κυμαίνεται από 1.300 έως 6.700 ζευγάρια με 580-790 από αυτά να εντοπίζονται στην ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης.
Το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα της Βιολογίας του είναι η ξεχωριστή ανάμεσα σε όλα τα αρπακτικά διατροφή του, που αποτελείται κατά 70-90% από κόκκαλα οπληφόρων μικρού και μεσαίου μεγέθους, συνήθως κτηνοτροφικών ζώων όπως αιγοπρόβατα ή άγρια οπληφόρα, όπως αγριόγιδα και αγριοπρόβατα σε φυσικά ορεινά οικοσυστήματα αλλά και με τρωκτικά και μεταναστευτικά πουλιά ακόμη και σε μέγεθος του Φυλλοσκόπου (Phylloscopus spp) που βρίσκει νεκρά στο χιόνι. Ο Γυπαετός είναι το μοναδικό πλάσμα στον κόσμο που τρέφεται τόσο πολύ με κόκκαλα, τα οποίο σπάει με μια χαρακτηριστική τεχνική: τα πετάει από μεγάλο ύψος, σε βραχώδεις απότομες πλαγιές, ακολουθώντας τα από πίσω σε μια σπειροειδή κάθοδο, διαδικασία την οποία επαναλαμβάνει πολλές φορές μέχρι τελικά να τα καταναλώσει. Στη συνέχεια τρώει τα κομμάτια, ξεκινώντας από το μεδούλι. Τα μικρότερα κόκκαλα τα καταπίνει ολόκληρα και τα χωνεύει εύκολα λόγω των πανίσχυρων γαστρικών υγρών του στομαχιού του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στην Κρήτη οι βοσκοί τον αποκαλούν, εύστοχα, «Κοκκαλά».
Ο Γυπαετός, σε αντίθεση με τα περισσότερα είδη γυπών που είναι αποικιακά, είναι χωροκρατικό είδος με μεγάλες επικράτειες όπου μπορεί να φτάνουν τα 2.380 km². Οι φωλιές εντοπίζονται σε απομονωμένα φαράγγια και απόκρημνες ορθοπλαγιές μέσα σε κοιλότητες κάθετων βράχων και κυρίως σπηλιές . Η αναπαραγωγική περίοδος αρχίζει με τις ερωτοτροπίες του ζευγαριού και τις γαμήλιες επιδείξεις που ξεκινούν από τον Οκτώβριο έως και τον Ιανουάριο. Γεννά 1-2 αυγά τέλη Δεκεμβρίου ή Ιανουαρίου, αν και η πιο πρόωρη ωοτοκία παγκοσμίως έχει καταγραφεί στην Κρήτη (10 Οκτώβρη, Grivas et al.2008). Μετά από περίοδο επώασης 55-57 ημερών τα αυγά εκκολάπτονται με διαφορά μίας εβδομάδας ενώ το πρώτο μικρό σκοτώνει το δεύτερο που είναι σαφώς μικρότερο σε μέγεθος; κοινό γνώρισμα των αετών (Aquila spp.) που αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως αδελφοκτονία ή καϊνισμός. Ο νεοσσός που επιζεί μένει στη φωλιά για τέσσερις μήνες περίπου. Το νεαρό πουλί θα πετάξει για πρώτη φορά τέλη Ιουνίου με αρχές Ιουλίου ενώ εξαρτάται από τους γονείς του για τροφή ακόμη 3-4 μήνες και θα είναι σεξουαλικά ώριμο μετά από τουλάχιστον 6 χρόνια.
Στην Ελλάδα ο Γυπαετός μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ήταν αρκετά κοινός σε όλα τα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας και την Κρήτη, αλλά και σε ορισμένα μεγαλύτερα νησιά όπως η Ρόδος. Κατά την περίοδο 1970-1985 εκτιμάται ότι ο πληθυσμός του είδους αριθμούσε 35 περίπου ζεύγη (Handrinos 1985), με 12 εξ αυτών να βρίσκονται στην Κρήτη. Τη δεκαετία του 1990 ο πληθυσμός του είδους κατάρρευσε στην ηπειρωτική Ελλάδα αφού υπήρχαν μόνο τέσσερις επικράτειες όπου παρατηρούνταν μοναχικά ενήλικα άτομα (Hallmann1999) και σταδιακά εξαφανίστηκε, με τελευταίο ένα μοναχικό άτομο στο ορεινό τόξο της Αριδαίας (Τζένα-Πίνοβο) μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Κατά τη δεκαετία 2000 ο μοναδικός βιώσιμος πληθυσμός εντοπιζόταν στην Κρήτη με έντονη πτωτική τάση αφού το 1995 εκτιμάται ότι υπήρχαν 9-10 ζευγάρια ενώ το 2001 μόλις 4 και συνολικό αριθμό ατόμων όχι περισσότερα από 25 άτομα (Xirouchakis et al. 2001). Κατά τη δεκαετία 2010-2020 το είδος παρουσιάζει στην Κρήτη μια μικρή αλλά σταθερή αυξητική τάση. Για την ακρίβεια, από τέσσερα ζευγάρια που υπήρχαν τη δεκαετία 2000-2010 εκ των οποίων μόνο τα δύο πτέρωναν με επιτυχία νεοσσούς κάθε χρόνο, σήμερα υπάρχουν 6-7 ζευγάρια.
Για το είδος υπάρχει Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης ενώ περιλαμβάνεται στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τρία είδη γυπών, μαζί με το Όρνιο και τον Μαυρόγυπα.
Πηγή: Ξηρουχάκης, Σ., (επιμ., 2019). Σχέδιο Δράσης για τρία πτωματοφάγα είδη ορνιθοπανίδας (γύπες): Γυπαετό (Gypaetus barbatus), Όρνιο (Gyps fulvus), Μαυρόγυπα (Aegypius monachus). Έργο LIFE-IP 4 NATURA: Ολοκληρωμένες δράσεις για τη διατήρηση και διαχείριση των περιοχών του δικτύου Natura2000, των ειδών, των οικοτόπων, και των οικοσυστημάτων στην Ελλάδα (LIFE16 IPE/GR/000002). Παραδοτέο Δράσης A.1. Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, Αθήνα, 180 σελ. & 6 Παραρτήματα.
Ο Ασπροπάρης είναι το μικρότερο από τα τέσσερα είδη γυπών που απαντούν στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Διακρίνεται εύκολα από τους συγγενείς του, όχι μόνο λόγω του μικρότερου μεγέθους του, αλλά κυρίως από το λευκό φτέρωμά του, τα μεγάλα μαύρα φτερά στις άκρες των φτερούγων του, το γυμνό από πούπουλα πορτοκαλί πρόσωπό του και από τη λευκή χαίτη στην κορυφή του κεφαλιού του.
Αν και μικρότερος από τους άλλους γύπες, με πιο κοντά πόδια και πιο αδύνατο και λεπτό ράμφος, εξισορροπεί τα μειονεκτήματα αυτά με την εξυπνάδα και επιδεξιότητά του! Το ράμφος του είναι ιδανικό για να τσιμπολογάει κομμάτια κρέας κολλημένα στα κόκκαλα, κάτι που δεν μπορούν να κάνουν οι άλλοι γύπες με τα μεγάλα ράμφη τους και να φτάνει στα πιο μικρά σημεία.
Επίσης, δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την παρουσία νεκρών ζώων και ειδικά από μεγάλα κουφάρια όπως οι συγγενείς του, διότι έχει ένα πολύ μεγαλύτερο διατροφικό φάσμα. Μπορεί να τραφεί με μικρά ψοφίμια, αβγά, ακόμα και σε χωματερές, αλλά ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι μπορεί να κυνηγήσει μικρά θηράματα, όπως έντομα και μικρά σπονδυλωτά ζώα (όπως χελώνες και σαύρες).
Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι ο Ασπροπάρης είναι ένα από τα λίγα είδη πουλιών που χρησιμοποιούν εργαλεία: μπορεί να χρησιμοποιήσει πέτρες για να σπάσει αβγά, ενώ πετάει από ύψος χελώνες για να σπάσει το καβούκι τους. Κάτι άλλο πολύ χαρακτηριστικό του Ασπροπάρη είναι πως, ειδικά τα αρσενικά, όταν φτάνει η περίοδος αναπαραγωγής, τρέφονται με περιττώματα από ασπόνδυλα ζώα για να αποκτήσουν το χαρακτηριστικό πορτοκαλί χρώμα του προσώπου τους!
Ο Ασπροπάρης είναι μονογαμικός και φωλιάζει κάθε χρόνο στην ίδια κοιλότητα, σπηλιά ή προεξοχή σε γκρεμούς, ενώ είναι πολύ συχνό φαινόμενο να φωλιάζει πάνω από στάνες και μαντριά. Κάνει ένα με δύο μικρά τον χρόνο, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα τροφής, τα οποία έχουν μαύρο ή σκούρο καφέ φτέρωμα το πρώτο έτος της ζωής τους, ενώ τους παίρνει 5 χρόνια για να ενηλικιωθούν και να αποκτήσουν το λευκό φτέρωμα των ενήλικων πουλιών.
Στα Βαλκάνια, ο Ασπροπάρης επιβιώνει μόνο στην Ελλάδα, όπου αναπαράγονται 5 ζευγάρια, τη Βουλγαρία, την Αλβανία και τη Δημοκρατία της Β. Μακεδονίας (με έναν πληθυσμό γύρω στα 70 ζευγάρια συνολικά), ενώ έχει εξαφανιστεί από τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες. Στην Ευρώπη, το είδος έχει παρουσία μόνο στις μεσογειακές χώρες και ανάμεσα σε αυτές μόνο η Ισπανία διατηρεί έναν σχετικά υγιή πληθυσμό με περίπου 1.450 ζευγάρια.
Είναι ο μοναδικός γύπας της Ευρώπης που μεταναστεύει στην Αφρική τον χειμώνα. Ο Βαλκανικός πληθυσμός διαχειμάζει στην Ανατολική υποσαχάρια Αφρική, ενώ τα πουλιά από Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία και Ιταλία διαχειμάζουν στη Δυτική υποσαχάρια Αφρική.
Δείτε περισσότερα για τον Ασπροπάρη
Πρόγραμμα LIFE "ΖΩΗ για τον Ασπροπάρη"
Πρόγραμμα LIFE IP4 NATURA
- Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τον Γυπαετό, το Όρνιο και τον Μαυρόγυπα
Πρόγραμμα LIFE Balkan Detox
Ενίσχυση του εθνικού δυναμικού για την καταπολέμηση της δηλητηρίασης της άγριας πανίδας και ευαισθητοποίηση σχετικά με το πρόβλημα στα Βαλκάνια»Πρόγραμμα PONT για την προστασία του γύπα Ασπροπάρη και της παραδοσιακής, μετακινούμενης κτηνοτροφίας στην Πίνδο